Koιτούσε τη βροχή

Κοιτούσε τη βροχή. Στάλα, στάλα, στάλα έπεφτε στο τζάμι του παραθύρου; μικρές σταγόνες παντού. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά. Οι αστραπές φώτιζαν τα σκοτεινά σημεία. Νόμιζε ότι η λεμονιά είχε γύρει προς το μέρος της ζητώντας προσοχή. Δε θα σκεφτόταν τα λεμόνια εκείνη τη στιγμή, θα έβαζε τον Πάνο να τα μαζέψει μεθαύριο.
Οι στάλες όλο και χτυπούσαν το τζάμι, τικ τακ τικ τακ. Μπορούσε να τον ακούει αιώνες αυτόν τον ατελείωτο ήχο. Βροχή, βροχή, βροχή. Η βροχούλα που πότιζε τους κήπους και τα λιβάδια, που οι παλιοί θεωρούσαν καλοτυχία, που γίνεται ένα με τις λίμνες και τα ποτάμια, το πιο αγνό φαινόμενο στον κόσμο αυτό, ενέτεινε τώρα τη μελαγχολία της.
Παλαιότερα η θλίψη, ο θυμός, η στενοχώρια ήταν λέξεις άγνωστες στο λεξιλόγιό της. Μεγάλο ψέμα που έλεγε στον εαυτό της. Η θλίψη ήταν παλιά φιλενάδα, ο θυμός σωστός γείτονας, η στενοχώρια καθημερινή βάση. Τα γνώριζε αυτά τα συναισθήματα, απλά τα είχε ξεχάσει τότε. Τώρα της χαμογελούσαν σαν μία ξεθωριασμένη παλιά φωτογραφία. Νόμιζε ότι άλλαξε τηλέφωνο, ότι άλλαξε γειτονιά, ότι άλλαξε συνήθειες. Νόμιζε. Ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα. Δεν είχε καταλάβει πότε τα πράγματα πήραν αυτήν την τροπή. Ήθελε να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, τότε που η χαρά την κοίταζε με στοργή, η ευτυχία της τραγουδούσε, η αγάπη την κρυφοκοίταζε.

«Time will never revert, we’ll relive the same moment persistently in our minds but it will never change…»

Έσφιξε τα χέρια πάνω στο κορμί της για να ζεσταθεί. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει ασταμάτητα. Κοίταξε για μία ακόμη φορά τον ουρανό. Το μπλε είχε πια χαθεί και τα γκρίζα σύννεφα είχαν γίνει κυρίαρχοι του άλλοτε απέραντου γαλάζιου. Αστραπές και βροντές χόρευαν ανάμεσα στα παχουλά σύννεφα. Δεν φοβόταν, παρακολουθούσε τη βροχή χρόνια ολόκληρα, πιστή σύντροφος.
Σήμερα ξυπνούσε αναμνήσεις, όπως κάθε φορά τα τελευταία δύο χρόνια. Οδυνηρές αναμνήσεις. Το πρόσωπό του ήρθε στιγμιαία στο μυαλό της. Έκλεισε να μάτια σφικτά προσπαθώντας να πνίξει την οδύνη.

«I was there when you were wandering on the sky trying to forget. Where are you now that I am trying to forget? You are where love is, far way separated, good for me since you are the one I’m trying to forget…»

Τα άνοιξε και τα μάτια της φαίνονταν κόκκινα στο φως των αστραπών. Έπνιγε δάκρυα μαζί με τη βροχή, προσπαθούσε. Η πιστή της φίλη την άφηνε να ξεχειλίσει χωρίς να την κρίνει. Οι αναμνήσεις στοίχειωναν και πονούσαν, σαν Ερινύες. Πώς μπορούσε όμως να ξεχάσει; Δεν ήθελε να ξεχάσει. Γέλιο ηχούσε στο μυαλό της πηγαίνοντας τη πίσω σε ώρες ξενοιασιάς και γαλήνης. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της θυμίζοντας της στιγμές πόνου. Το πρόσωπό του επέστρεψε και έδεσε το κορμί της με το σκοτάδι. Δεν μπορούσε να λυθεί. Ένα όνειρο ήταν, τελείωσε τώρα…

You were about to depart after all those things you hadn't hesitated to say. I was speechless with a far off look in my eyes. You turned around and looked straight through my eyes. Your incurious look was the repressive blow. I screamed a thousand times that you must leave. Teardrops began to run in my cheeks and I turned my back on you, I did not bear seeing you. It was unattainable for you to resist, you approached me and tightened me in your warm embrace. You held me despite the fact I tried to escape. I struck you again and again, however you were still holding me. Finally I burst into tears. You were caressing my hair, telling me sweetly to calm down, kissing my tears away... I couldn’t bear it any longer.

-Please don’t go. Don’t abandon me here while I'm trying to catch my breath. Just kiss me one more time and I’ll chase your fears away. The moon has no qualms. The morning is far away. Love me afresh without thoughts blocking your feelings. Do as you feel and the dawn will break the spell. Just don’t leave me here vulnerable. I know I’m misled, nevertheless, fool me once again. Make me languish with love once more just for tonight. Just for tonight and when the dawn comes, I’ll let you go…

Λόγια πικρά κι αιχμηρά. Λέξεις που δεν ξέχασε ποτέ έπειτα το τελευταίο τους βράδυ, από το τελευταίο τους ξημέρωμα. Δεν μετάνιωνε επειδή δεν κατάφερε να τον κρατήσει. Μετάνιωνε γιατί εκείνη ήταν αυτή που τον έδιωξε. Μία νύχτα που οι νεράιδες τραγουδούσαν τα γλυκά νανουρίσματά τους και η σελήνη χαμογελούσε στον Αυγερινό. Τότε αγαπήθηκαν για πρώτη και τελευταία φορά, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Σαν να ήταν η τελευταία νύχτα πάνω στη γη τα άφησαν όλο πίσω. Σιωπή τριγύρω και τίποτε άλλο εκτός απ’ τις ανάσες τους δεν αντηχούσε. Χωρίς να εκφράσουν φόβους, χωρίς να εκθέσουν μυστικά. Ένα αντίο, μία συγγνώμη. Έπειτα ήρθε το πρωί και το όνειρο τελείωσε.

«Just for tonight we’ll keep on dancing and the city won't tell a soul. Just for tonight, the lights are shining and our secret stays untold…»




(Αφιερωμένο στη Ναταλία.)




Frenemies

Φίλος. Είσαι σίγουρος; Είσαι σίγουρος ότι έχεις το δικαίωμα να τιτλοφορείσαι έτσι; Σκέψου μόνο την έννοια αυτού του όρου. Φίλος είναι ο άνθρωπος που θα είναι εκεί στις εύκολες αλλά και στις δύσκολες στιγμές της ζωής σου. Ήσουν; Τις νύχτες της ατελείωτης βροχής, όταν εγώ σφάδαζα από τον πόνο, εσύ κρυβόσουν στις απόψεις ξένων. Η φιλία δεν θα έπρεπε να είναι ντροπή. Εσύ βασίζεσαι στη γνώμη των άλλων και με εγκαταλείπεις. Φίλος είναι αυτός με τον οποίο μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, που σε αγαπάει με τις ιδιαιτερότητες και τα ελαττώματά σου. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Όταν κατακρίνεις την κάθε μου κίνηση μου ζητάς να αλλάξω. Δεν μπορώ να αλλάξω. Αν δεν μπορείς να με ανεχτείς απλά φύγε. Αν δεν το κάνεις με αναγκάζεις να φοράω μία μάσκα όταν στέκομαι δίπλα σου. Δεν μου αρέσουν τα ψέματα, δεν μου αρέσει η υποκρισία. Πώς να είμαι Φίλος σου αν χάνω τον εαυτό μου; Ο Φίλος είναι χαρούμενος όταν εσύ είσαι χαρούμενος και στενοχωρημένος αντίστοιχα για να σου δώσει κουράγιο. Φίλος στα δύσκολα, Φίλος και στα εύκολα. Όμως δεν μπορώ να είμαι μία ζωή μέσα στη θλίψη για χάρη σου. Δεν αντέχω άλλη μιζέρια. Φίλος είναι εκείνος που γεμίζει με χαρά την κάθε σου μέρα. Εσύ το μόνο που κάνεις είναι να φέρνεις πόνο. Ανοιχτές πληγές ακόμη αιμορραγούν από το φέρσιμό σου. Φίλος είναι αυτός που σε υποστηρίζει όταν άλλοι σε σχολιάζουν αρνητικά πίσω από την πλάτη σου. Παίρνοντας το μέρος τους, συμμετέχοντας στα σχόλιά τους γίνεσαι ένα με αυτoύς. Υποτίθεται ότι ένα σου χαμόγελο φωτίζει το μονοπάτι της ζωής που διαβαίνω. Ένα ψεύτικο χαμόγελο με οδηγεί σε σκοτεινούς διαδρόμους και η ζωή γίνεται λαβύρινθος. Φίλος είναι εκείνος που χαίρεται όταν πλησιάζεις. Μόλις έρθω κοντά το πρόσωπό σου γεμίζει αμηχανία και οπισθοχωρείς. Φίλος είναι αυτός που σε κοιτάει βαθιά στα μάτια και σου λέει την αλήθεια. Αμέτρητες οι φορές που κρύφτηκες πίσω από ανόητα ψέματα και λόγια ψεύτικα. Τι συμβαίνει; Το αρνείσαι; …Δειλιάζεις. Φοβάσαι να με αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπό. Γιατί φοβάσαι; Θα σου πω γιατί. Διότι βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι δεν είσαι τίποτε από αυτά. Απλά προσποιείσαι. Πώς περιμένεις λοιπόν να είσαι Φίλος μου; Πώς τολμάς να αποκαλείς τον εαυτό σου έτσι;... Τώρα τι; Παρακαλάς; Έχει νόημα; Δεν θα βγάλει πουθενά αυτή η κατάσταση. Είσαι αυτός που είσαι είμαι αυτός που είμαι. Γιατί γεμίζεις την ψυχή μου ακόμη με κούφιες υποσχέσεις; Σταμάτα. Με ξέρεις; Δεν νομίζω. Σε ξέρω; Μάλλον απίθανο. Άφησε με ήσυχη λοιπόν. Μείνε μακριά. Because in my life I desire friends; not frenemies.

Oνειροψευδαίσθηση

Ένα καταπράσινο λιβάδι απλώνεται μπροστά μου. Ο γλυκός νοτιάς ανεμίζει ελαφρά τα μαλλιά μου. Κάνω κύκλους γύρω από τον εαυτό μου κοιτώντας χαρούμενα τα σύννεφα. Χορεύω, τραγουδώ, είμαι ελεύθερη… Όλα μοιάζουν τόσο γαλήνια, ο ουρανός, η γη, τα σύννεφα… Μου μυρίζει μέντα και λεβάντα. Λουλούδια στο χρώμα του δειλινού με προσκαλούν να ξαπλώσω πάνω τους. Όμως δεν μπορώ. Κάτι άλλο έχει μαγνητίσει το βλέμμα μου, πέρα μακριά σε ένα λόφο στη γραμμή του ορίζοντα… Διακρίνω μία φιγούρα, την αναγνωρίζω. Το σώμα μου είναι πλέον ανίκανο να επιχειρήσει οποιαδήποτε κίνηση. Οι μύες μου έχουν παγώσει. Η ματιά μου δεν ξεκολλάει ούτε χιλιοστό από εκείνο το μαγικό σημείο. Βλέπω εσένα και μου χαμογελάς, με χαιρετάς εύθυμα. Φωνάζεις δυνατά το όνομά μου. Χαμογελώ και η ευτυχία που ένιωθα πριν λίγα δευτερόλεπτα δε συγκρίνεται ούτε στο ελάχιστο με αυτή που νιώθω τώρα. Χαμογελάω, σχεδόν γελάω με ενθουσιασμό. Δεν το σκέφτομαι δεύτερη φορά, αρχίζω να τρέχω. Τρέχω, τρέχω, τρέχω με όλη μου τη δύναμη. Το άσπρο φόρεμά μου δεν με εμποδίζει καθόλου, δε με νοιάζει. Τα γυμνά πόδια μου αγγίζουν το υγρό χώμα του λιβαδιού, η μέντα και η λεβάντα διεισδύουν στα πνευμόνια μου. Η αίσθηση είναι μοναδική. Τρέχω σε ανηφόρες και κατηφόρες, δεν σταματώ. Σε βλέπω ακόμη με φωνάζεις. Σχεδόν έφτασα. Ανοίγεις τα χέρια σου διάπλατα για να με υποδεχτείς. Το χαμόγελό σου με κάνει να ανεβαίνω βουνά. Βλέπω την ευτυχία στα μάτια σου όταν σε πλησιάζω. Ξέρω ότι είσαι χαρούμενος που με βλέπεις, όσο είμαι κι εγώ. Ξέρω ότι με αγαπάς, όπως κι εγώ. Χαμογελάς, όπως κι εγώ. Γνωρίζοντας όλα αυτά, διακρίνοντας όλα αυτά, μπορώ να τα βάλω με τις πιο φουρτουνιασμένες θάλασσες. Ψιθυρίζεις άλλη μία φορά το όνομά μου, τόσο σιγά που ούτε οι νεράιδες στην άκρη της διαμαντένιας λίμνης δεν μπόρεσαν να σε ακούσουν. Όμως εγώ σε άκουσα. Χωρίς να σταματήσω χώνομαι στην αγκαλιά σου. Εσύ με μία κίνηση με σφίγγεις και με σηκώνεις ψηλά στον ουρανό. Νιώθω ότι μπορώ να πετάξω μαζί με τους γλάρους και τα χελιδόνια. Η αγάπη σου μου δίνει φτερά. Γελάμε και οι δύο καθώς με κάνεις σβούρες στον αέρα. Με κατεβάζεις στην αγκαλιά σου και με κρατάς λέγοντας μου πόσο χάρηκες που με είδες. Μου εναποθέτεις στο κούτελο ένα από τα πιο ζεστά φιλιά σου. Βεβαίως και περιμένεις αντάλλαγμα. Σκύβεις έτσι ώστε να σε φτάσω και να σου χαρίσω ένα μεγάλο φιλί στο δεξί σου μάγουλο, τόσο απαλό, τόσο όμορφο. Με πειράζεις και για άλλη μία φορά με σηκώνεις στον αέρα. Με αγγίζεις, με αγκαλιάζεις χωρίς φόβο. Δεν ξέρω πώς το καταφέρνεις και μου δίνεις φτερά. Φτερά με τα οποία πετάω πάνω από βουνά και θάλασσες, μέσα από ουράνια τόξα και παχιά σύννεφα. Το γέλιο σου είναι ήχος μαγικός για όλη την πλάση, ήχος μοναδικός για εμένα. Οι νεράιδες της λίμνης με ακούνε. Ακούνε τη χαρά μου και ζηλεύουν. Το νερό σείεται. Οι ομόκεντροι κύκλοι του γίνονται όλο και πιο μεγάλοι. Τρικυμία. Αρχίζεις και απομακρύνεσαι. Το γέλιο σου δεν ακούγεται πια. Ξεθωριάζεις σαν παλιά φωτογραφία.

«Μην με ξυπνάς!» Σε παρακαλώ άσε με να ονειρευτώ όπως εγώ θέλω. Η πραγματικότητα με ειρωνεύεται. Μην μου παίρνεις μακριά το όνειρο. Απομακρύνεσαι και βλέπω φόβο στα μάτια σου. Δεν με αγγίζεις πια, φοβάσαι. Δεν βλέπω πια τα κεχριμπαρένια μάτια σου. Χάθηκαν στη δύνη της λίμνης. Ένα άλλο φως με διαπερνά. Μην με ξυπνάς, μην με βγάζεις από το όνειρο. Άσε με να σε αγαπώ. Άσε με να φαντάζομαι ευτυχία. Δεν έχεις δικαίωμα να μου το στερήσεις αυτό. Το πρωινό έφτασε… Όχι ακόμη, όχι ακόμη, σε παρακαλώ…Άσε με να ονειρευτώ άλλο ένα δειλινό…Δάκρυα στο ξύπνημά μου. Το όνειρο τελείωσε. Έχασα τα φτερά μου. Δεν ανοίγω τα μάτια μου. Φοβάμαι. Φοβάμαι ότι το λιβάδι θα εξαφανιστεί για πάντα αν το κάνω. Σε παρακαλώ…Άσε με να ονειρευτώ…

Μία ελπίδα

Η αναζήτηση ζωής και αλήθειας
Λάμπει στο σκοτάδι μες τα παραμύθια
Είναι το όνειρο μιας νέας συνήθειας
Μαζί μου στο φως συντροφιά θα κρατάς

Ελπίζω να δεις μια καινούρια ημέρα
Δεν θα καταφέρεις να τρέξεις πιο πέρα
, Σαν μελωδικά περπατάς στον αέρα
Στη μνήμη μου πάντα χαρά θα ξυπνάς

Είν’ η βροχή, χρυσή σε μια καινούρια γη
Είν’ η ζωή μικρή σαν προσπαθείς να δεις
Είναι το όνειρο σε ‘μενα αληθινό
Μα σαν προχωράς, μη σταματάς, ν'αναζητάς
Μία ακτίδα, μία ελπίδα
Θα ζήσεις ξανά

Η αναζήτηση μιας άγνωστης χώρας
Μία ανάμνηση δική σου απ’το τώρα
Θα τρέξεις, θα ψάξεις, μια μέρα θα κλάψεις
Γιατί η βροχή θα σε ακολουθεί

Σκοτώνουν τα φώτα, στα όνειρα ανάβουν
Μα δεν μετανιώνεις ελπίδα αν λάβουν
Και αν προσπαθήσεις να δώσεις σοφία
Η πόρτα θ'ανοίξει για την ουτοπία

Είν’ η βροχή, χρυσή σε μια καινούρια γη
Είν’ η ζωή μικρή σαν προσπαθείς να δεις
Είναι το όνειρο σε ‘μενα αληθινό
Μα σαν προχωράς, μη σταματάς, ν'αναζητάς
Μία ακτίδα, μία ελπίδα
Θα ζήσεις ξανά


Η πίστη σου πίσω σε φέρνει
Μια θύμηση σε επαναφέρει
Αν πάψω ποτέ ν'αναπνέω
Τότε θα φύγεις αλήθεια σου λέω

Είν’ η βροχή, χρυσή σε μια καινούρια γη
Είν’ η ζωή μικρή σαν προσπαθείς να δεις
Είναι το όνειρο σε ‘μενα αληθινό
Μα σαν προχωράς, μη σταματάς, ν’αναζητάς
Μία ακτίδα, μία ελπίδα
Θα ζήσεις ξανά

(Ένα τραγούδι που έγραψα αφιερωμένο στο Νίκο όταν το αφιέρωσε στον Άρη)

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

17 Νοέμβρη 1973, ώρα 2 πρωινή.
Φωνές αγωνίας αντηχούσαν στους δρόμους. Ο ουρανός ήταν την ημέρα τόσο γαλανός και συνάμα τόσο μαύρος. Τώρα ήταν απλώς μαύρος με ελάχιστο φως από τους γύρω φανοστάτες. Ο γρήγορος ρυθμός των τύμπανων σε παρέσυρε. Σαν μία νύχτα χωρίς αστέρια, σαν τον τυφλό που περπατά στο δρόμο, σαν την καρδιά της μάνας που χάνει το παιδί της. Τόσο σκοτεινά φάνταζαν όλα αυτά. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο που προσπαθούσε είτε να βοηθήσει είτε να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Εκείνη με τους άλλους ήταν κλεισμένοι μέσα. Κανείς τους δε φοβήθηκε. Κανείς τους δε δίστασε να πολεμήσει, όχι με όπλα αλλά με την καρδιά και το πνεύμα. Δε θα παραδινόταν, κανείς τους δε θα το έκανε. Μέχρι το τέλος θα ήλπιζαν. Όλοι εκείνοι οι στρατιώτες που καραδοκούσαν να τους καταστρέψουν, να τους σκοτώσουν, υποταγμένοι στη χούντα, ήταν αδέρφια τους. Αναρωτιόταν γιατί ο κόσμος είναι τόσο τυφλός. Ήξερε τι θα συνέβαινε, όμως δεν θα έφευγε, δε θα το έβαζε στα πόδια. Άφησε τους συμφοιτητές της, τους συμπολίτες της και τα βίαια τανκς έξω από την πύλη και μπήκε μέσα στο κτήριο. Στην αίθουσα βρίσκονταν νέα παιδιά με όνειρα και αξίες που ήλπιζαν για ένα καλύτερο αύριο, που μάχονταν γι αυτό. Παραμέρισε τη μαύρη μπούκλα από το πρόσωπό της και κάθισε στο γραφείο. Κράτησε το μικρόφωνο στα χέρια της για στερνή φορά και ανακοίνωσε
«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Φαντάροι, είμαστε άοπλοι, είμαστε αδέλφια, μη μας χτυπήσετε, ελάτε μαζί μας», φώναξε με λύπη.
Ήταν μάταιο, κανείς δεν άκουγε. Κανείς δεν ήθελε να ακούσει. Η βουή των τανκ δεν άφηνε κανέναν να αφουγκραστεί την εξύμνηση της ελευθερίας, μόνο έκανε τον κόσμο να μαζεύεται στα σπίτια του φοβισμένο. Καμία κίνηση, καμία βοήθεια.
Δεν όφειλε να αφήσει τα δάκρυα να κυλήσουν. Ήθελε να δίνει κουράγιο στους υπόλοιπους, αλλά και στον εαυτό της. Η αδελφικότητα και ο κοινός στόχος τους έδενε όλους άρρηκτα.
Άφησε κάτω το μικρόφωνο και κοίταξε τους συντρόφους, τα αδέλφια, τους φίλους της. Της χαμογέλασαν ενθαρρυντικά, γέμιζαν κουράγιο και θάρρος ο ένας στον άλλο. Ήξερε όμως το φόβου τους, τον έβλεπε στην άκρη των κουρασμένων ματιών τους. Σηκώθηκε και χαμογέλασε δειλά στον καθέναν τους. Η Αγγελική την έπιασε από το χέρι σφιχτά.
-Μαρία μη βγεις έξω, της είπε κοιτάζοντας τη βαθιά στα μάτια μεταδίδοντας τον πόνο και την αγωνία της. Μείνε να κάνεις την επόμενη ανακοίνωση, την παρακάλεσε.
-Δε θα την κάνω εγώ. Μπορεί να την κάνει κάποιος από εσάς, της απάντησε χωρίς να αποτραβηχτεί.
Η έκφραση της Αγγελικής μαλάκωσε και άφησε το χέρι της χωρίς όμως να σταματήσει να την κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα αγωνίας.
-Πρέπει να βγω Αγγελική. Πρέπει να είμαι εκεί. Θα προσπαθήσω να τον βρω, αλλά ακόμα κι αν δεν τον βρω πρέπει να βγω, είπε αποφασιστικά και χωρίς να ξεστομίσει άλλη κουβέντα βγήκε από το δωμάτιο.
Βγήκε έξω στο χάος και την καταστροφή. Βγήκε να διαμαρτυρηθεί. Βγήκε να πολεμήσει, να πολεμήσει για την ελευθερία που είχε χαθεί. Βγήκε για να αντισταθεί στο απολυταρχικό καθεστώς που κυβερνούσε και υποδούλωνε τις ζωές, τις σκέψεις τους. Είχε δύναμη μέσα της, όλοι τους είχαν, όλοι μάχονταν. Ήθελε λίγη ακόμη. Να αντικρίσει εκείνα τα γαλάζια μάτια που την γέμιζαν θάρρος.
Στους δρόμους φωνές. Έξω από το Πολυτεχνείο τανκς και στρατιώτες παραταγμένοι, έτοιμοι για μάχη; μάχη, όπλα, αίμα, οδύνη, λάθος. Εκείνη έγινε ένα με τους συμφοιτητές της, ενώθηκε με το πλήθος. Προσπάθησε να διακρίνει τους συμφοιτητές της που βρίσκονταν στην πύλη. Τους ξεχώριζε, όλους τους ήξερε και όλους τους αγαπούσε. Εκείνον περισσότερο από όλους. Τον έψαχνε, τον βρήκε σκαρφαλωμένο στα κάγκελα να φωνάζει, συνθήματα και λόγια δυνατότερα από τα όπλα.
Στην πρώτη γραμμή το τανκ άρχισε να κινείται. Δε σταματούσε, δε σταματούσε, δε σταματούσε. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα ρίχνοντας τη κάτω. Προχώρησε σκοτώνοντας, καταπατώντας τους φοιτητές. Εκείνη φώναξε, φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής της, με όλο τον αέρα των πνευμόνων της. Δεν ακούστηκε. Δεν ακούστηκε η κραυγή της μέσα στις χιλιάδες φωνές αγωνίας, μέσα στα χιλιάδες συνθήματα. Όμως φώναξε, φώναξε.
-ΟΡΕΣΤΗ.

Δεν μπορούσε να κοιτάζει. Δεν μπορούσε να παρακολουθεί όλους εκείνους τους στρατιώτες μπροστά του να μην κάνουν τίποτα. Ήθελε να αηδιάσει αλλά σκέφτηκε πως δεν είχε νόημα. Εκείνοι είχαν υποταχτεί, εκείνος όχι. Διέκρινε στο βλέμμα τους τη θλίψη, τη θλίψη της επίγνωσης ότι όλο αυτό ήταν λάθος, ότι θα έπρεπε να βρίσκονται από την άλλη πλευρά της πύλης και να πολεμούν μαζί τους, με τα αδέλφια τους. Τους λυπόταν. Κρατιόταν γερά από τα κάγκελα για να μην πέσει. Δίπλα του, κολλητά ο ένας με τον άλλο, δεκάδες φοιτητές που πολεμούσαν για τα ίδια ιδανικά, για τις ίδιες αξίες, για την ελευθερία. Τα λόγια ήταν χειρότερα από μαχαίρια. Φώναζε συνθήματα με όλη τη δύναμη του. Μόνο αυτό έκανε και τίποτα άλλο. Μόνο ήλπιζε ότι τα τανκς θα οπισθοχωρούσαν. Όχι, ήξερε ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ήλπιζε ότι δεν θα ήταν μόνοι, ότι ο κόσμος θα επαναστατούσε κι εκείνος. Ήλπιζε. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, μαζί της η ελευθερία της σκέψης. Φώναζε «ΨΩΜΙ- ΠΑΙΔΕΙΑ- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ». Όλοι τους φώναζαν. Γνώριμα πρόσωπα γύρω του χωρίς μάσκες φώναζαν για την ελευθερία. Ένιωθε πίεση στο σώμα του, όλοι ήταν στοιβαγμένοι στην καγκελόπορτα. Ένιωθε τον αέρα να εγκαταλείπει τα πνευμόνια του. Δεν ένιωθε τη γη κάτω από τα πόδια του. Όμως δεν έφυγε. Έμεινε εκεί να φωνάζει. Έμεινε εκεί να αντιστέκεται στη χούντα, στον πόλεμο. Ακόμη κι αν χρειαζόταν να αφήσει την τελευταία του ανάσα εκεί, θα έμενε. Είχε δύναμη που αντλούσε από τους συμφοιτητές του, από την πίστη, από τα πιστεύω και την ιδεολογία του. Δεν θα τα παρατούσε. Θα ήθελε μόνο να την είχε αποχαιρετήσει πριν βγει έξω. Να δει το χαμόγελό της μία τελευταία φορά. Μέσα στις φωνές του είδε το τανκ να ξεκινά. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Αυτή ήταν η αντίδρασή του. Το ήξερε ότι θα συνέβαινε. Το τανκ δε σταμάτησε, έπεσε πάνω τους. Δεν πρόλαβε να σταματήσει να φωνάζει. Η τελευταία λέξη του «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Η τελευταία σκέψη του:
-Μαρία…


Αυτή είναι η μάχη για την ελευθερία. Αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα παιδιά πάλεψαν, για ένα καλύτερο αύριο, για ένα καλύτερο μέλλον. Πάλεψαν για να μην χρειάζεται να το κάνουμε εμείς σήμερα. Εμείς που θεωρούμε το ψωμί, την παιδεία και την ελευθερία δεδομένα. Εκείνοι δεν πολέμησαν, δεν αντιστάθηκαν για να τα απαξιώνουμε. Πολέμησαν για τα πιστεύω τους. Για να μπορούμε να έχουμε σήμερα ελεύθερη σκέψη. Τους ξεχάσαμε, δεν τους τιμούμε. Μία γιορτή, ένα ποίημα, ένα τραγούδι είναι φόρος τιμής. Όμως η αληθινή τιμή είναι να υποστηρίζουμε αυτά τα ιδανικά, να θυμόμαστε γιατί έγινε η επανάσταση, για πιο λόγο θα έπρεπε να πολεμούμε εμείς σήμερα και όχι να πετούμε την ελευθερία από το παράθυρο. Γινόμαστε μεταλλικά, άψυχα, κρύα ρομπότ, δεν νοιαζόμαστε για τα δικαιώματα που απλόχερα μας έχουν δοθεί, τα περιφρονούμε. ΞΥΠΝΑ. Ο κόσμος δεν θα είναι πάντα έτσι όπως τον ξέρεις. Αν δε νοιάζει εσένα τον ίδιο τότε δίνεις το δικαίωμα στον οποιονδήποτε να σε καταπατήσει. Δεν ωφελεί να πιστεύεις λόγια ψεύτικα και κούφιες υποσχέσεις. Αν δεν πολεμήσεις όλα είναι πια χαμένα. Αντιστάσου κι ας έχει αυτή η αντίσταση συνέπειες. Αν δεν το κάνεις γίνεσαι συνένοχος στη δημιουργία μίας λάθος κοινωνίας. Μη γυρίζεις την πλάτη στο παρόν σου. Εσύ ο ίδιος δημιουργείς το μέλλον σου. Μη ζεις σε μια κοινωνία που άλλοι σου επιβάλλουν. Φτιάξε το δικό σου κόσμο, τη δική σου ιστορία. Γι αυτό σε ρωτάω, σε κοιτάω και σε καλώ να θυμηθείς. Η ελευθερία κερδίζεται. Αν δεν πολεμήσεις, δεν θα κερδίσεις.



(Αυτό το κομμάτι το αφιερώνω στη Μαρία και στον Ορέστη; ακόμη κι ως ανάμνηση θα ζουν παντοτινά μες την καρδιά μου.)

Λαβύρινθος

Εξουθενωτικό είναι όλο αυτό. Η μέρα που έρχεται και φεύγει. Φεύγει χωρίς ένα σου χαμόγελο. Προσπάθησε το αν μπορείς. Βέβαια δεν αναφέρομαι σε εμένα. Είναι εύκολη αυτή η δοκιμασία, δεν σε νοιάζει, δεν σε ενδιαφέρει. Βρέθηκα εγκλωβισμένη ανάμεσα σε ατελείωτους τοίχους χωρίς να το συνειδητοποιήσω. Ακόμη και ο καιρός είναι εναντίον μου. Η υγρασία δεν μου χαλάει τα μαλλιά, μόνο τη διάθεση. Ο ήλιος με ευχαριστεί ένα αυγουστιάτικο πρωινό, τώρα με αφήνει απλώς αδιάφορη. Δεν μπορεί να με βοηθήσει μία τέτοια στιγμή, μία τέτοια μέρα. Σου φαίνεται περίεργο. Θεωρείς τη ζωή θείο δώρο; το ίδιο κι εγώ. Πιστεύεις στο μέλλον και όχι στο παρελθόν; το ίδιο κι εγώ. Αφήνεις πίσω τα ασήμαντα για να μην χάσεις τα σημαντικά; το ίδιο κι εγώ. Χαμογελάς; το ίδιο κι εγώ. Μοιάζουμε; Ίσως κάποτε, ίσως ακόμη… Δεν καταλαβαίνεις. Ο ήλιος δεν μπορεί να στεγνώσει τα δάκρυά μου, όμως η βροχή είναι πιστή σύμμαχος βοηθώντας με να τα κρύψω μες τις στάλες της. Η ζωή είναι χαρά είναι αγάπη και πρέπει να χαιρόμαστε έχοντας το προνόμιο της. Εγώ δεν έχω αγάπη, δεν νιώθω χαρά, πώς λοιπόν να τη χαρώ; Πιστεύω σε ένα ομορφότερο αύριο, όμως πώς να ξεχάσω, πώς να αποφύγω τη δυστυχία που με κατακλύζει από το χθες; Δεν θυμώνω με μικροπράγματα, δεν με αγγίζουν. Όμως πώς να το κάνω αυτό όταν εσύ δεν δίνεις σημασία στα μεγάλα, όταν αγνοείς τα σημαντικά; Χαμογελώ…χαμογελούσα…. Δεν είμαι συγκαταβατική και ζητάω συγγνώμη γι αυτό. Προσπαθώ να ξεφύγω από αυτόν τον λαβύρινθο από βλέμματα. Καλύτερα θα ήταν να σημειώνω το κενό σε αυτά. Αν το κάνω ίσως να βρω το μονοπάτι μου. Να δω το φως και να ξεφύγω. Στο τέλος όμως δεν υπάρχει θησαυρός, δεν υπάρχει ουράνιο τόξο. Είμαι μαζοχίστρια, όλοι είμαστε. Εθισμένοι και καταδικασμένοι σε πόνους που δεν θέλουμε να αποφύγουμε. Μπορούμε, δεν θέλουμε όμως… Θα αφήσω λοιπόν τον μίτο να τον ακολουθήσει κάποιος άλλος. Εγώ θα μείνω εδώ. Δεν θέλω και δεν μπορώ να φύγω. Το άδειο σου βλέμμα με παγιδεύει σε έναν κόσμο, σε μία εικόνα σκοτεινή αλλά ταυτόχρονα τόσο σαγηνευτική. Να στρίψω δεξιά ή αριστερά; Από τη μία ένα νεύμα και από την άλλη άγνοια. Τι να διαλέξω; Η παντοτινή φιλία δεν θα έπρεπε να έχει τόσες στροφές. Εδώ λοιπόν γιατί βρίσκω συνέχεια σταυροδρόμια; Δεν έχω πινακίδες να με καθοδηγούν, ούτε αγγέλους να με συντροφεύσουν στο κυνηγητό της ευτυχίας, εσύ είσαι πια μακριά…

Δεν ακούω θορύβους. Η βροχή δεν με ακολούθησε σήμερα στο μακρύ αυτό ταξίδι. Το γέλιο και το τραγούδι έχουν σβήσει. Σιγοτραγουδώ παρέα με τη μοναξιά καθώς πορεύομαι. Δεν θυμάμαι τα στιχάκια που τραγουδούσαμε μαζί, χρειάζεται προσπάθεια να ξεχάσεις. Άλλη μία ένδειξη εθισμού στον πόνο. Δεν ακούω τίποτα, άλλη μία στροφή μπροστά. Ο Μινώταυρος νομίζω δεν με ακολουθεί ούτε και θα με βρει ποτέ. Ίσως τελικά αν τον εύρισκα να απολάμβανα την παρέα του. Μπορεί κι αυτός να έχει εγκλωβιστεί εδώ μέσα χωρίς να το θέλει. Συγγνώμη, ξέχασα τον εθισμό στον πόνο. Έχω μπει τόσο βαθειά μέσα στο λαβύρινθο που ακόμα και το ελάχιστο φως χάνεται. Δεν με βλέπει καμία κάμερα. Με δική μου ευθύνη βρίσκομαι εδώ και προχωρώ. Δεν με βλέπεις. Εγώ όμως βλέπω εικόνες, χαρούμενες, νοσταλγικές, εκνευριστικές, που με θλίβουν, κυρίως αυτές με τη θλίψη…

Ένα άγγιγμα θα ήταν αρκετό. Δεν παρακαλώ για αγκαλιές ούτε φιλιά. Μία χειραψία, ένα χάδι, κάτι… Με φοβάσαι; Είναι μία πιθανότητα. Όμως, αν ναι, γιατί τώρα; Τόσα χρόνια, τόσοι μήνες ατελείωτης χαράς κι ευτυχίας… Είμαι υπερβολικά κοντά στα δάκρυα, δεν θα πιέσω άλλο την αντοχή μου. Ίσως διδάχτηκες κάτι κι εγώ δεν το κατάλαβα. Δεν ξέρω. Παλιά ήθελες μία θέση δίπλα μου, την απαιτούσες. Τώρα κρατάς απόσταση τουλάχιστον δύο μέτρων, αν βέβαια μου μιλήσεις. Με φώναξες;;; Α, η ιδέα μου ήταν. Το μυαλό μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Δεν με φωνάζεις πια, δεν με βλέπεις, δεν με αγγίζεις… Μόνο εμένα… Δεν είμαι εγωίστρια και το ξέρεις. Δεν είμαι ούτε ρατσίστρια, εσύ ακολουθείς τις απόψεις. Γιατί λοιπόν τόσες διακρίσεις; Μου αφαίρεσες σιωπηλά το δικαίωμα να σε πλησιάζω. Εκείνη λοιπόν γιατί σε αγκαλιάζει; Γιατί σε αγγίζει; Γιατί στέκεται δίπλα σου; Γιατί σου χαμογελάει; Ω, μα δεν είναι αυτό το τρομακτικό. Έχει δικαίωμα, κι εγώ έχω, και οι άλλοι έχουν. Τρομακτικό το ότι εσύ είσαι που τη σφίγγεις στην αγκαλιά σου, που την πλησιάζεις. Εσύ είσαι που την αγγίζεις, που της χαρίζεις τα ομορφότερα και λαμπερότερα χαμόγελά σου. Δεν με πειράζει…με πληγώνει. Άπειρες οι μάσκες που αλλάζω κάθε μέρα. Αρκούμαι στα λίγα, δεν ζητώ τα μύρια.

Άλλη μία στροφή δεσπόζει μπροστά μου. Ας πάω δεξιά. Με φώναξες;;; …Όχι, δεν ήσουν εσύ. Ήταν η ανάμνησή σου που περπατάει δίπλα μου. Μου φάνηκε ή μόλις χαμογέλασα; Χαμογελάω στην εικόνα σου που προσπαθεί να με υπερκεράσει. Θα μπορούσα πειραματικά να την αφήσω να προπορευτεί λίγο… Όχι, δεν θα το ρισκάρω. Είμαι σίγουρη ότι στην επόμενη στροφή θα χαθεί στις σκιές. Μάλλον αυτή είναι που με οδηγεί. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι αν είσαι εσύ. Αν είναι ο άγγελος που πάντα με συντρόφευε. Μου φαίνεται ή οι αναμνήσεις ακολουθούν το μίτο; Βέβαια, προσπαθούν να ξεφύγουν. Μπορούν να με αφήσουν αλλά εγώ θα συνεχίσω να πορεύομαι ώσπου να με εγκαταλείψει και η τελευταία. Τότε και μόνο τότε, θα ακολουθήσω το μίτο που οδηγεί στην έξοδο, στην ελευθερία. Όταν τα βλέμματα σταματήσουν και το κενό τα καταπιεί θα ανοίξω τα μάτια μου. Το παιχνίδι, η μάχη θα έχει τελειώσει. Σε προειδοποιώ δεν είμαι άτομο που τα παρατάει. Θα αργήσει να έρθει αυτή η στιγμή. Θα περιμένω τη μέρα που θα μπεις για να με βγάλεις από τον σκοτεινό λαβύρινθο. Θα περιμένω κοιτώντας σε μέσα από το γυαλί. Θα περιμένω… Είναι άραγε αγάπη ή εθισμός στον πόνο; Δεν με ενδιαφέρει να μάθω. Ποντάρω όλα μου τα δάκρυα στην αγάπη. Αν νικήσω να ξέρεις ότι δεν τα θέλω πίσω, αρκεί βέβαια εσύ να ποντάρεις χαμόγελα.

Ωχ! μα βρέθηκα σε αδιέξοδο. Πάλι πρέπει να γυρίσω πίσω, να πάρω άλλη στροφή. Γυρίζω το κεφάλι μου, πάλι χαμογελάω ανάμεσα στις σκιές. Η μοναξιά παραξενεύεται. Δεν καταλαβαίνει ότι και σε αυτήν υπάρχει συντροφιά, ανάμνηση… Α, εδώ έστριψα λάθος. Άρχισε να βρέχει, άρχισε το κρύο. Επιτέλους θα κρυφτώ κι εγώ μέσα στις σκιές όπου προσφέρεται ζέστη και θαλπωρή. Κρύβομαι από το κρύο και τις αστραπές, όμως τα βλέμματα δεν σταματούν. Άρχισε να βρέχει. Τα δάκρυά μου κατηφορίζουν συντονίζοντας το βήμα τους με το ρυθμό της βροχής. Εξουθενωτική μέρα. Άλλη μία στροφή…

Recent Posts