Oh, you're in my veins

Oh, you’re in my veins.
Περπατούσε αργά. Η γρήγορη κίνηση ούτως ή άλλως δεν ήταν εύκολη με τον κόσμο να γεμίζει τους δρόμους της πόλης. Όμως δεν ευθύνονταν οι εργαζόμενοι που κατευθύνονταν προς τις δουλειές τους, ούτε οι χαμογελαστοί τουρίστες για την κακή της διάθεση εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό. Όχι, τον τελευταία καιρό η μοναδική αιτία ήταν εκείνος. Εκείνος κυριαρχούσε κάθε της σκέψη, τόσο απλά, χωρίς να το αποζητά. Τα χείλη, τα μάτια, το χαμόγελό του στριφογύριζαν συνεχώς στο μυαλό της με τη μνήμη να προσθέτει όλο και πιο όμορφα χαρακτηριστικά. Ο φτερωτός θεός την είχε τρύπησε με τα βέλη του απευθείας στην καρδιά. Ήταν έρωτας...
Δύο χρόνια πριν η Κλαίλια γνώρισε τον Παύλο. Ήταν μία συνηθισμένη γνωριμία μέσω κοινού γνωστού σε ένα πάρτυ. Η έλξη υπήρξε αμοιβαία. Χόρεψαν, ήπιαν, συζήτησαν. Όχι πολύ αργότερα, κατέληξαν μαζί. Περνούσαν μαζί κάθε χαρούμενη στιγμή και μοιράζονταν κοινά ενδιαφέροντα. Η ηλικία όμως έφερε άλλα προβλήματα. Εκείνη άρχισε να βαριέται, μικρή κι επιπόλαιη όπως ήταν. Εκείνος αντιμετώπιζε ενδοοικογενειακά προβλήματα. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα οι δρόμοι τους να χωρίσουν.
Η φλόγα όμως δεν είχε ακόμη σβήσει. Κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να αρνηθεί τα συναισθήματα που είχαν νιώσει ο ένας για τον άλλο. Έτσι, έπειτα από μερικούς μήνες, έτυχε να παραβρεθούν και οι δύο σε ένα πάρτυ για άλλη μία φορά. Η Κλαίλια ένιωσε την άμεση ανάγκη να τον χαιρετήσει, να τον ρωτήσει αν ήταν καλά, να του μιλήσει, να τον ακουμπήσει... «Όχι, Κλαίλια, μην του μιλήσεις. Σε μισεί. Ούτε ένα ‘γεια’ δε θα σου πει.», της είχε ξεφουρνίσει κατηγορηματικά η κοινή γνωστή τους. Εκείνη λοιπόν δεν τόλμησε να του μιλήσει. Ο Παύλος ήθελε να τη χαιρετήσει, να θυμηθεί τον ήχο της φωνής της. Ίσως να την ήθελε πίσω, ίσως... «Όχι, Παύλο, μην της μιλήσεις. Σε μισεί. Ούτε ένα ‘γεια’ δε θα σου πει.», τον συμβούλεψε, δήθεν αδιάφορα, η κοινή τους γνωστή. Εκείνος λοιπόν δεν τόλμησε να της μιλήσει.
Φτάνουμε στον Ιούνιο του 2010. Η Κλαίλια, έπειτα από μία πολύ κουραστική χρονιά είχε δώσει πανελλήνιες και είχε τελειώσει επιτέλους το λύκειο, αποφάσισε να του μιλήσει. Τους τελευταίους μήνες τον είχε συναντήσει τυχαία μία δύο φορές ανάμεσα σε γνωστούς και τα αισθήματά της άρχισαν να αναζωπυρώνονται. Έφτασε το τέλος της άνοιξης και δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία, ήταν ερωτευμένη μαζί του. Προσπάθησε να του το πει αρκετές φορές, όμως δεν έβρισκε το κουράγιο. Συνεπώς, όταν έφτασε ο Ιούνιος ήταν πλέον ξέγνοιαστη. Είχε έρθει ο καιρός να μιλήσει. Δυστυχώς, τα συνεχόμενα κρύα ντους την αποθάρρυναν. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Άραγε την ήθελε κι εκείνος όσο τον ήθελε κι αυτή; Τα αναπάντητα ερωτήματα πλήθαιναν συνεχώς και η απορία μεγάλωνε.
Μπήκε ο Ιούλιος. Του ζητούσε να βγουν, να μιλήσουν, να πουν τα νέα τους. Εκείνος είχε μεταμορφωθεί σε έναν παγωμένο γκρίζο τοίχο να της ακυρώνει το ένα ραντεβού μετά το άλλο. Η Κλαίλια είχε απελπιστεί. Δεν φαινόταν να έχει πολλές επιλογές και της φάνηκε λιγότερο ανώδυνο να του στείλει ένα μήνυμα γεμάτο με τις σκέψεις της. Περιμένοντας με αγωνία, μετρώντας τα δευτερόλεπτα πέρασαν τα επόμενα δέκα λεπτά μέχρι το κινητό να χτυπήσει. Άρχισε να διαβάζει την απάντηση και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Της απαντούσε ευγενικά ότι δεν ένιωθε πλέον το ίδιο και ότι, παρ’ όλο που τη θεωρούσε μία εκπληκτική κοπέλα, δεν ήθελε να αναμειχθεί.
Έκλαιγε για μέρες, για νύχτες. Δεν έτρωγε, δεν έβγαινε από το σπίτι, δεν απαντούσε σε τηλέφωνα. Οι φίλοι, τουλάχιστον οι πραγματικοί, δεν μπορούσαν να την επαναφέρουν με κανένα τρόπο. Η θλίψη είχε γίνει ο δεύτερος εαυτός της. Δε φαινόταν να μπορεί να ξεχάσει. Ο έρωτας είχε γίνει έμμονη ιδέα, με λίγα λόγια, έρωτας. Άρχισε να συνομιλεί μαζί του μέσω μίας ψεύτικης ταυτότητας στο διαδίκτυο. Παρουσίαζε μία κοπέλα ελκυστική, μυστήρια κι ενδιαφέρουσα. Ο Παύλος δεν άργησε να ζητήσει μία συνάντηση μαζί της. Η Κλαίλια είχε καταστρώσει το σχέδιό της. Έκλεισαν ραντεβού σε μία γνωστή καφετέρια στην οποία σύχναζαν παλιά οι δυο τους. Το βράδυ της συνάντησης η Κλαίλια παρουσιάστηκε με ένα φίλο της στην καφετέρια ενώ ο Παύλος καθόταν μόνος και ξεκάθαρα ‘στημένος’’. Δεν την πλησίασε παρά μόνο όταν τη βρήκε να κάθεται μόνη της στην απέναντι στάση περιμένοντας το λεωφορείο. Χαιρετήθηκαν, η Κλαίλια δήθεν έκπληκτη, και άρχισαν να συζητούν. Πριν το καταλάβει εκείνος έσκυψε προς το μέρος της και τη φίλησε. Τόσα αισθήματα επέστρεψαν και άρχισαν να χοροπηδούν στο μυαλό της. Με τη φαντασία της δημιούργησε πυροτεχνήματα και ρομαντική μουσική. Πετούσε σε ξένους ουρανούς με τα λαμπρότερα φτερά. Όλα ήταν τόσο όμορφα για λίγο. Ύστερα ένιωσε το καυστικό χαστούκι της πραγματικότητας να χτυπά με δύναμη στο πρόσωπο. Ο Παύλος της είπε για άλλη μία φορά ότι δεν επρόκειτο να συμβεί κάτι μεταξύ τους και ότι την είχε ξεπεράσει.
Το καλοκαίρι περνούσε και η Κλαίλια το είχε πάρει απόφαση ότι έπρεπε να τον ξεχάσει. Έβγαινε βόλτες, πήγε διακοπές με φίλους και προσπαθούσε απλά να συνεχίσει με τη ζωή της. Προς το τέλος του Αυγούστου την πληροφόρησαν ότι αυτό που είχε γίνει μεταξύ τους εκείνο το βράδυ στη στάση ο Παύλος το χαρακτήρισε ερέθισμα για λησμονιά. Εκείνη έγινε έξω φρενών. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Παύλος είχε έρθει κοντά της, δήθεν, για να ‘την κάνει να τον ξεπεράσει’. Από τότε κι έπειτα όλος ο έρωτας και ο πόνος που είχε νιώσει για εκείνον άρχισε σιγά σιγά να μετατρέπεται σε λύπη. Λυπόταν το ρηχό χαρακτήρα του και τις φθηνές δικαιολογίες που είχε δώσει. Της άξιζε κάτι καλύτερο, πολύ καλύτερο.
Αυτό ήταν το περιεχόμενο των σκέψεών της καθώς διέσχιζε την πλατεία εκείνο το πρωί. Συλλογιζόταν πόσο ανόητη υπήρξε. Όχι μόνο στο θέμα του Παύλου, αλλά και στο θέμα της ‘κοινής φίλης’ τους, η οποία αποδείχτηκε αναξιόπιστο και κακόβουλο άτομο. Όλα αυτά ήταν τώρα μακριά, οκτακόσια πενήντα χιλιόμετρα μακριά για την ακρίβεια. Η Κλαίλια βρισκόταν τώρα στην Κομοτηνή όπου είχε περάσει στο τμήμα της Νομικής. Η αλλαγή περιβάλλοντος ήταν δύσκολη, αλλά θα τα έβγαζε πέρα. Είχε ήδη βρει παρέα, συμφοιτητές, φίλους...
«Κλαίλια!» άκουσε να τη φωνάζουν και οι σκέψεις εξαφανίστηκαν σαν καπνός.
Την αναγνώριζε εκείνη τη φωνή. Φόρεσε ο πιο όμορφο χαμόγελό της και γύρισε αφηρημένα να αντικρίσει τη φιγούρα που ερχόταν προς το μέρος της.
«Ντένη!» αποκρίθηκε και έγινε το απαραίτητο σταυροφίλημα που όμως την έκανε να κοκκινίσει.
«Τι κάνεις; Πήγαινες κάπου;» τη ρώτησε εκείνος διστακτικά.
«Όχι κάπου συγκεκριμένα. Απλά πήγαινα για καφέ. Το διαμέρισμα μου δεν έχει ακόμη εφοδιαστεί με τα απαραίτητα.»
«Τέλεια λοιπόν. Πάμε παρέα για καφέ κι έπειτα για ψώνια ώστε να εφοδιάσουμε το ψυγείο σου.» πρότεινε γελώντας.
«Σύμφωνοι.» απάντησε εύθυμα.

Έτσι είναι η ζωή. Ποτέ δεν ξέρεις ποιον θα συναντήσεις στην επόμενη γωνία. Ό,τι κι αν σου έχει συμβεί, όσα κι αν έχεις ζήσει, πάντα έχεις την ευκαιρία για περισσότερα. Η ευτυχία μπορεί βρεθεί ακόμη και στις πιο σκοτεινές εποχές. Αρκεί κάποιος να θυμηθεί να ανοίξει το φως.

Αφιερωμένο στην αγαπημένη μου Ντένια. Δε σε ξεχνώ, όπου κι αν πας. :)

Depression: the return

Kαλησπέρα αγαπητοί μπλογκερς,
Καλωσορίζω την καινούρια, για τους μαθητές και φοιτητές, σχολική χρονιά και τα νέα μέλη στο ταπεινό αυτό ιστολόγιο! Σας ευχαριστώ όλους θερμά για την παρουσία και τα σχόλιά σας!
Δυστυχώς, όπως θα καταλάβατε και από τον τίτλο, δεν υποδέχομαι με χαρά τη νέα (σχολική) χρονιά. Ειλικρινά δε γνωρίζω το λόγο. Συνήθως είμαι πολύ χαρούμενη με την έναρξη διότι, ως γνήσια εξωγήινη, ΛΑΤΡΕΥΩ το σχολείο. Όχι τα διαλείμματα και το χαβαλέ, αλλά το όλο πακέτο με καθηγητές, παραδώσεις, διάβασμα κ.τ.λ. Όχι, φίλες και φίλοι, δε θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου ως φυτό. Απλά απολαμβάνω την μαθητική μου περίοδο όσο μπορώ. (Ρίξτε άλλη μία ματιά στο μότο του ιστολογίου και θα καταλάβετε.) Οπότε ξεκινάω τη χρονιά μου με χαρά, ενθουσιασμό και αισιοδοξία. Ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια αγαπώ όλο τον σχολικό κόσμο. Μπορεί να σας φανεί περίεργο, όμως η φετινή χρονιά δεν αποτελεί εξαίρεση. Θα με ρωτήσετε, με το δίκιο σας, "Κοπέλα μου επικοινωνείς;" Ειλικρινά δεν έχω ιδέα. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω την πολλαπλή μου προσωπικότητα. Βλέπετε, χαίρομαι για το σχολείο και ότι έχει σχέση με αυτό, όμως πέρα από αυτό... νιώθω άδεια.
Μπορείς να αυτοδιαγνωσθείς; Πιστεύω πως πάσχω από κατάθλιψη. Όχι όμως τη συνηθισμένη για εμένα. Πιστεύω ότι όσοι διαβάζετε το μπλογκ από την ίδρυσή του έχετε μία ιδέα.
Νιώθω περίεργα... Νιώθω άδεια... Νιώθω μόνη...


Θα σταματήσω εδώ την ανάρτηση αυτή. Να φανταστείτε ότι ήθελα να κάνω και breathtaking come-back, τρομάρα μου! Είχα στο μυαλό μου να αποδώσω το γενικό νόημα της ανάρτησης μέσω ''λογοτεχνικού'' κειμένου ή ιστορίας, όπως κάνω συνήθως. Τελικά αποφάσισα απλώς να πατήσω τα κουμπιά στο πληκτρολόγιο. Δεν έχω έμπνευση, δεν έχω σιγουριά, δεν έχω εμπιστοσύνη, δεν έχω ταλέντο, έχω τίποτα. Τέλεια.

Recent Posts