ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

17 Νοέμβρη 1973, ώρα 2 πρωινή.
Φωνές αγωνίας αντηχούσαν στους δρόμους. Ο ουρανός ήταν την ημέρα τόσο γαλανός και συνάμα τόσο μαύρος. Τώρα ήταν απλώς μαύρος με ελάχιστο φως από τους γύρω φανοστάτες. Ο γρήγορος ρυθμός των τύμπανων σε παρέσυρε. Σαν μία νύχτα χωρίς αστέρια, σαν τον τυφλό που περπατά στο δρόμο, σαν την καρδιά της μάνας που χάνει το παιδί της. Τόσο σκοτεινά φάνταζαν όλα αυτά. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο που προσπαθούσε είτε να βοηθήσει είτε να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Εκείνη με τους άλλους ήταν κλεισμένοι μέσα. Κανείς τους δε φοβήθηκε. Κανείς τους δε δίστασε να πολεμήσει, όχι με όπλα αλλά με την καρδιά και το πνεύμα. Δε θα παραδινόταν, κανείς τους δε θα το έκανε. Μέχρι το τέλος θα ήλπιζαν. Όλοι εκείνοι οι στρατιώτες που καραδοκούσαν να τους καταστρέψουν, να τους σκοτώσουν, υποταγμένοι στη χούντα, ήταν αδέρφια τους. Αναρωτιόταν γιατί ο κόσμος είναι τόσο τυφλός. Ήξερε τι θα συνέβαινε, όμως δεν θα έφευγε, δε θα το έβαζε στα πόδια. Άφησε τους συμφοιτητές της, τους συμπολίτες της και τα βίαια τανκς έξω από την πύλη και μπήκε μέσα στο κτήριο. Στην αίθουσα βρίσκονταν νέα παιδιά με όνειρα και αξίες που ήλπιζαν για ένα καλύτερο αύριο, που μάχονταν γι αυτό. Παραμέρισε τη μαύρη μπούκλα από το πρόσωπό της και κάθισε στο γραφείο. Κράτησε το μικρόφωνο στα χέρια της για στερνή φορά και ανακοίνωσε
«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Φαντάροι, είμαστε άοπλοι, είμαστε αδέλφια, μη μας χτυπήσετε, ελάτε μαζί μας», φώναξε με λύπη.
Ήταν μάταιο, κανείς δεν άκουγε. Κανείς δεν ήθελε να ακούσει. Η βουή των τανκ δεν άφηνε κανέναν να αφουγκραστεί την εξύμνηση της ελευθερίας, μόνο έκανε τον κόσμο να μαζεύεται στα σπίτια του φοβισμένο. Καμία κίνηση, καμία βοήθεια.
Δεν όφειλε να αφήσει τα δάκρυα να κυλήσουν. Ήθελε να δίνει κουράγιο στους υπόλοιπους, αλλά και στον εαυτό της. Η αδελφικότητα και ο κοινός στόχος τους έδενε όλους άρρηκτα.
Άφησε κάτω το μικρόφωνο και κοίταξε τους συντρόφους, τα αδέλφια, τους φίλους της. Της χαμογέλασαν ενθαρρυντικά, γέμιζαν κουράγιο και θάρρος ο ένας στον άλλο. Ήξερε όμως το φόβου τους, τον έβλεπε στην άκρη των κουρασμένων ματιών τους. Σηκώθηκε και χαμογέλασε δειλά στον καθέναν τους. Η Αγγελική την έπιασε από το χέρι σφιχτά.
-Μαρία μη βγεις έξω, της είπε κοιτάζοντας τη βαθιά στα μάτια μεταδίδοντας τον πόνο και την αγωνία της. Μείνε να κάνεις την επόμενη ανακοίνωση, την παρακάλεσε.
-Δε θα την κάνω εγώ. Μπορεί να την κάνει κάποιος από εσάς, της απάντησε χωρίς να αποτραβηχτεί.
Η έκφραση της Αγγελικής μαλάκωσε και άφησε το χέρι της χωρίς όμως να σταματήσει να την κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα αγωνίας.
-Πρέπει να βγω Αγγελική. Πρέπει να είμαι εκεί. Θα προσπαθήσω να τον βρω, αλλά ακόμα κι αν δεν τον βρω πρέπει να βγω, είπε αποφασιστικά και χωρίς να ξεστομίσει άλλη κουβέντα βγήκε από το δωμάτιο.
Βγήκε έξω στο χάος και την καταστροφή. Βγήκε να διαμαρτυρηθεί. Βγήκε να πολεμήσει, να πολεμήσει για την ελευθερία που είχε χαθεί. Βγήκε για να αντισταθεί στο απολυταρχικό καθεστώς που κυβερνούσε και υποδούλωνε τις ζωές, τις σκέψεις τους. Είχε δύναμη μέσα της, όλοι τους είχαν, όλοι μάχονταν. Ήθελε λίγη ακόμη. Να αντικρίσει εκείνα τα γαλάζια μάτια που την γέμιζαν θάρρος.
Στους δρόμους φωνές. Έξω από το Πολυτεχνείο τανκς και στρατιώτες παραταγμένοι, έτοιμοι για μάχη; μάχη, όπλα, αίμα, οδύνη, λάθος. Εκείνη έγινε ένα με τους συμφοιτητές της, ενώθηκε με το πλήθος. Προσπάθησε να διακρίνει τους συμφοιτητές της που βρίσκονταν στην πύλη. Τους ξεχώριζε, όλους τους ήξερε και όλους τους αγαπούσε. Εκείνον περισσότερο από όλους. Τον έψαχνε, τον βρήκε σκαρφαλωμένο στα κάγκελα να φωνάζει, συνθήματα και λόγια δυνατότερα από τα όπλα.
Στην πρώτη γραμμή το τανκ άρχισε να κινείται. Δε σταματούσε, δε σταματούσε, δε σταματούσε. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα ρίχνοντας τη κάτω. Προχώρησε σκοτώνοντας, καταπατώντας τους φοιτητές. Εκείνη φώναξε, φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής της, με όλο τον αέρα των πνευμόνων της. Δεν ακούστηκε. Δεν ακούστηκε η κραυγή της μέσα στις χιλιάδες φωνές αγωνίας, μέσα στα χιλιάδες συνθήματα. Όμως φώναξε, φώναξε.
-ΟΡΕΣΤΗ.

Δεν μπορούσε να κοιτάζει. Δεν μπορούσε να παρακολουθεί όλους εκείνους τους στρατιώτες μπροστά του να μην κάνουν τίποτα. Ήθελε να αηδιάσει αλλά σκέφτηκε πως δεν είχε νόημα. Εκείνοι είχαν υποταχτεί, εκείνος όχι. Διέκρινε στο βλέμμα τους τη θλίψη, τη θλίψη της επίγνωσης ότι όλο αυτό ήταν λάθος, ότι θα έπρεπε να βρίσκονται από την άλλη πλευρά της πύλης και να πολεμούν μαζί τους, με τα αδέλφια τους. Τους λυπόταν. Κρατιόταν γερά από τα κάγκελα για να μην πέσει. Δίπλα του, κολλητά ο ένας με τον άλλο, δεκάδες φοιτητές που πολεμούσαν για τα ίδια ιδανικά, για τις ίδιες αξίες, για την ελευθερία. Τα λόγια ήταν χειρότερα από μαχαίρια. Φώναζε συνθήματα με όλη τη δύναμη του. Μόνο αυτό έκανε και τίποτα άλλο. Μόνο ήλπιζε ότι τα τανκς θα οπισθοχωρούσαν. Όχι, ήξερε ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ήλπιζε ότι δεν θα ήταν μόνοι, ότι ο κόσμος θα επαναστατούσε κι εκείνος. Ήλπιζε. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, μαζί της η ελευθερία της σκέψης. Φώναζε «ΨΩΜΙ- ΠΑΙΔΕΙΑ- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ». Όλοι τους φώναζαν. Γνώριμα πρόσωπα γύρω του χωρίς μάσκες φώναζαν για την ελευθερία. Ένιωθε πίεση στο σώμα του, όλοι ήταν στοιβαγμένοι στην καγκελόπορτα. Ένιωθε τον αέρα να εγκαταλείπει τα πνευμόνια του. Δεν ένιωθε τη γη κάτω από τα πόδια του. Όμως δεν έφυγε. Έμεινε εκεί να φωνάζει. Έμεινε εκεί να αντιστέκεται στη χούντα, στον πόλεμο. Ακόμη κι αν χρειαζόταν να αφήσει την τελευταία του ανάσα εκεί, θα έμενε. Είχε δύναμη που αντλούσε από τους συμφοιτητές του, από την πίστη, από τα πιστεύω και την ιδεολογία του. Δεν θα τα παρατούσε. Θα ήθελε μόνο να την είχε αποχαιρετήσει πριν βγει έξω. Να δει το χαμόγελό της μία τελευταία φορά. Μέσα στις φωνές του είδε το τανκ να ξεκινά. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Αυτή ήταν η αντίδρασή του. Το ήξερε ότι θα συνέβαινε. Το τανκ δε σταμάτησε, έπεσε πάνω τους. Δεν πρόλαβε να σταματήσει να φωνάζει. Η τελευταία λέξη του «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Η τελευταία σκέψη του:
-Μαρία…


Αυτή είναι η μάχη για την ελευθερία. Αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα παιδιά πάλεψαν, για ένα καλύτερο αύριο, για ένα καλύτερο μέλλον. Πάλεψαν για να μην χρειάζεται να το κάνουμε εμείς σήμερα. Εμείς που θεωρούμε το ψωμί, την παιδεία και την ελευθερία δεδομένα. Εκείνοι δεν πολέμησαν, δεν αντιστάθηκαν για να τα απαξιώνουμε. Πολέμησαν για τα πιστεύω τους. Για να μπορούμε να έχουμε σήμερα ελεύθερη σκέψη. Τους ξεχάσαμε, δεν τους τιμούμε. Μία γιορτή, ένα ποίημα, ένα τραγούδι είναι φόρος τιμής. Όμως η αληθινή τιμή είναι να υποστηρίζουμε αυτά τα ιδανικά, να θυμόμαστε γιατί έγινε η επανάσταση, για πιο λόγο θα έπρεπε να πολεμούμε εμείς σήμερα και όχι να πετούμε την ελευθερία από το παράθυρο. Γινόμαστε μεταλλικά, άψυχα, κρύα ρομπότ, δεν νοιαζόμαστε για τα δικαιώματα που απλόχερα μας έχουν δοθεί, τα περιφρονούμε. ΞΥΠΝΑ. Ο κόσμος δεν θα είναι πάντα έτσι όπως τον ξέρεις. Αν δε νοιάζει εσένα τον ίδιο τότε δίνεις το δικαίωμα στον οποιονδήποτε να σε καταπατήσει. Δεν ωφελεί να πιστεύεις λόγια ψεύτικα και κούφιες υποσχέσεις. Αν δεν πολεμήσεις όλα είναι πια χαμένα. Αντιστάσου κι ας έχει αυτή η αντίσταση συνέπειες. Αν δεν το κάνεις γίνεσαι συνένοχος στη δημιουργία μίας λάθος κοινωνίας. Μη γυρίζεις την πλάτη στο παρόν σου. Εσύ ο ίδιος δημιουργείς το μέλλον σου. Μη ζεις σε μια κοινωνία που άλλοι σου επιβάλλουν. Φτιάξε το δικό σου κόσμο, τη δική σου ιστορία. Γι αυτό σε ρωτάω, σε κοιτάω και σε καλώ να θυμηθείς. Η ελευθερία κερδίζεται. Αν δεν πολεμήσεις, δεν θα κερδίσεις.



(Αυτό το κομμάτι το αφιερώνω στη Μαρία και στον Ορέστη; ακόμη κι ως ανάμνηση θα ζουν παντοτινά μες την καρδιά μου.)

0 comments:

Post a Comment

A snowflake just fell!

Recent Posts