Το αεράκι της χάιδεψε το χέρι για άλλη μία φορά. Δεν κρύωνε. Η νύχτα, όπως και η μέρα, ήταν ζεστή. Η βαμβακερή ζακέτα της ήταν αρκετή για να την προστατέψει από το δειλό αεράκι. Όμως η Μελίνα δεν το φοβόταν το αεράκι, ούτε το απωθούσε. Για την ακρίβεια, αγαπούσε το απαλό του χάδι και τη μοναδική αίσθηση συντροφιάς που το ακολουθούσε.
Ακουμπισμένη στη γέφυρα, με το κεφάλι στραμμένο στον έναστρο ουρανό, μύριζε την αλμύρα της θάλασσας και χανόταν στο ρυθμό των βραδινών κυματισμών της. Τέτοια βράδια αυτή ήταν η αγαπημένη της συνήθεια. Η γαλήνη και η ηρεμία του χωριού απορροφούσαν όλες τις αισθήσεις. Έτσι, δεν κατάλαβε το πρόσωπο που την πλησίασε.
Ο Ορέστης στάθηκε μόλις λίγα εκατοστά μακριά της χωρίς να μπορεί να αρθρώσει ούτε μία λέξη. Ήταν ανέφικτο να σχηματίσει τη σωστή φράση στο μυαλό του, όσο κι αν προσπαθούσε. Ευτυχώς η Μελίνα αποφάσισε να τον βγάλει από την αμήχανη σιωπή.
-Το ξέρω ότι είσαι εδώ, του είπε χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του.
Ο Ορέστης βρήκε επιτέλους τη μιλιά του. Ακούμπησε δίπλα της στη γέφυρα και άρχισε να της μιλάει. Οι λέξεις έρεαν γρήγορα και αβίαστα από το στόμα του. Θα έλεγε κανείς ότι η φωνή της συμπλήρωσε το κενό στις σκέψεις του.
-Μελίνα, σε παρακαλώ, μην το κάνεις. Είναι πολύ επικίνδυνο και καθόλου απαραίτητο. Η επιτυχία της επέμβασης είναι μόλις δέκα τις εκατό, ενώ η αποτυχία της είναι σίγουρη.
Ένιωθε ότι δεν μπορούσε να της πει αρκετά πράγματα. Είχε τόσο λίγο χρόνο. Εκείνη δεν είχε γυρίσει προς το μέρος του. Το βλέμμα της τώρα κοιτούσε ευθεία προς το φάρο.
Χωρίς να ζητήσει την άδεια της, την άδραξε από τους ώμους και την τράβηξε κάνοντάς τη να γυρίσει προς το μέρος του. Κοίταξε απευθείας στα γαλάζια ανέκφραστα μάτια της. Όπως πάντα του ήταν αδύνατο να διακρίνει οποιοδήποτε συναίσθημα μέσα από αυτά. Ατελείωτες όμως οι ώρες που θα μπορούσε να χάνεται στα κύματά τους.
-Με ακούς; Σε παρακαλώ πρόσεξέ με για μία φορά. Δε σου επιβάλλομαι, σε εκλιπαρώ! Δεν…δεν αντέχω να σε χάσω, της είπε και η απελπισία ακουγόταν πλέον στη φωνή του.
Τότε, η Μέλινα χαμογέλασε. Με τα ακροδάχτυλά της παραμέρισε μία μελαχρινή τούφα από το πρόσωπό του. Έτσι απλά, σαν να ήταν ό,τι πιο φυσικό, διάλυσε την ελάχιστη απόσταση που χώριζε τα πρόσωπά τους και άγγιξε απαλά τα χείλη του για πρώτη φορά. Ο Ορέστης ήταν άκαμπτος λες και οι μύες του είχαν πετρώσει. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Το ευχόταν και το φανταζόταν εδώ και πολύ καιρό αλλά δεν το περίμενε.
Τα λίγα δευτερόλεπτα που του χάρισε αυτή η αναπάντεχη κίνηση, ένιωσε τα ζεστά της χείλη που τόσο καιρό ποθούσε. Όσο απρόσμενα τον φίλησε, τόσο αναπάντεχα τον άφησε.
-Μελίνα…τι…, προσπάθησε να αρθρώσει.
-Δεν θα κάνω την εγχείρηση Ορέστη, του είπε.
-Όχι; Μα είπες…
-Είχα θυμώσει με τη συμπεριφορά σου. Δε σκόπευα ποτέ να την κάνω. Απλά ήθελα να δω την αντίδραση σου.
-Μα εγώ νόμιζα ότι ήθελες να βρεις το φως σου, παρατήρησε μελαγχολικά.
Γι άλλη μία φορά στα χείλη της Μελίνας εμφανίστηκε εκείνο το ονειροπόλο χαμόγελο. Τα μάτια της ήταν επτασφράγιστο μυστικό, όμως τα χείλη της ήταν ένα ανοιχτό βιβλίο, τουλάχιστον σε εκείνον. Με μία απαλή κίνηση εναπόθεσε το χέρι της στο μάγουλό του.
-Δεν χρειάζομαι το φως Ορέστη, το έχω ήδη. Από τη μέρα που σε γνώρισα βλέπω τον κόσμο μέσα από τα δικά σου μάτια. Έναν τόσο όμορφο και λαμπερό κόσμο. Δεν είμαι πια τυφλή, δεν νιώθω πια χαμένη. Με κάνεις να βλέπω τα αστέρια τις πιο σκοτεινές μέρες. Τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Έτσι σε ερωτεύτηκα, βλέποντας μέσα από τα μάτια σου.
Ο Ορέστης κατέβασε τα χέρια του από τους ώμους της και την έσφιξε στην αγκαλιά του, τόσο σφιχτά σαν να εξαρτιόταν η ύπαρξη του από το άγγιγμα της. Δάκρια κυλούσαν στα μάγουλά του. Μη θέλοντας να χάσει άλλο πολύτιμο χρόνο της ψιθύρισε στο αυτί:
- Σ’ αγαπώ Μελίνα. Είσαι η ηλιαχτίδα μου. Εσύ είσαι αυτή που με έβγαλε από το σκοτάδι. Εγώ ήμουν ο τυφλός Μελίνα, εγώ..
-Κι εγώ σ’ αγαπώ, του σιγοψιθύρισε.
Κι εκεί, δίπλα στην ακροθαλασσιά υπό το φως των αστεριών, καθώς το νερό φιλούσε την μικρή αμμουδιά του Αυλαίμωνα, έδωσαν το πρώτο τους φιλί και οι καρδιές τους έγιναν μία. Το φως είχε βρεθεί και τα άστρα φώτιζαν πάνω στη λεία επιφάνεια της θάλασσας το μονοπάτι της αγάπης τους.
(Αφιερωμένο στην ίδια την αγάπη που υπερβαίνει τα όρια του ορατού και του αοράτου!)
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Recent Posts
Esse quam videri
About Me
- Ginny
- For now, I'm just an unknown soul, lost in this small universe, who tries to be heard through all those empty voices around us. I'm simply just a dreamer...
Followers
Popular Posts
-
Αγαπητέ, Δε θα σου δώσω όνομα. Σου χάρισα πολλά ονόματα με την πάροδο του χρόνου. Αυτό είναι ένα γράμμα για 'σένα, απλά όχι, προς εσ...
-
Αστείρευτο πάθος; Σίγουρα. Ηδονή; Σίγουρα. Αναπάντεχη απόλαυση; Σίγουρα. Αισθήσεις που με κλειστά τα μάτια αντέχω, επιθυμώ, προσμένω. Η λα...
-
Kαλησπέρα αγαπητοί μπλογκερς, Καλωσορίζω την καινούρια, για τους μαθητές και φοιτητές, σχολική χρονιά και τα νέα μέλη στο ταπεινό αυτό ιστολ...
-
Άλλο ένα βράδυ. Περίεργη μου φαίνεται αυτή η σιωπή, γνώριμη και εύθυμη. Καιρό είχα να την ακούσω. Ευπρόσδεκτη, όπως πάντα, ήθρε και κάθισε δ...
-
Και τέλος! Τέλος. Τέλος... Τέλος! Τέλος; Ναι, ναι...τέλος. Τελείωσε λοιπόν. Τώρα τι γίνεται; Αρκούσε αυτό το ‘τέλος’; Κι αν δεν έμεινες ευχα...
-
Εμπνευσμένη από Το Παπάκι , σε στίχους και μουσική του Ν.Άσιμου , όπως το ερμήνευσε η πολυαγαπημένη μου Τ.Τσανακλίδου , αποδίδω/εκφράζω τη ...
-
Είναι μία όμορφη νύχτα. Φράση άκρως κατακριτέα για να αρχίσει κάποιος μία ιστορία, ένα κείμενο, ένα δοκίμιο, αλλά ειλικρινά αυτή τη στιγμή δ...
-
Κρυώνω. Έπειτα από αρκετό καιρό νιώθω τις άκρες των δακτύλων μου να μουδιάζουν. Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο να παγώσω όλο μου το σώμα. Κάθε α...
-
Ρομαντισμός. Πώς θα μπορούσα να τον ορίσω; Εύκολα. Απλά παρακολουθώντας μία παιδική ταινία της Ντίσνευ. Γελάτε φίλτατοι αναγνώστες; Εγώ καθ...
-
Βρέχει. Πόσα κομμάτια μου άραγε ξεκινούν με μία στάλα; Η βροχή είναι κάτι καθησυχαστικό, απαλό. Προσδίδει ισσοροποία στη ζωή μου, πάντα το...
Sonnet 18
Shall I compare thee to a summer's day?
Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimm'd;
And every fair from fair sometime declines,
By chance or nature's changing course untrimm'd;
But thy eternal summer shall not fade
Nor lose possession of that fair thou owest;
Nor shall Death brag thou wander'st in his shade,
When in eternal lines to time thou growest:
So long as men can breathe or eyes can see,
So long lives this and this gives life to thee.
by William Shakespeare
Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimm'd;
And every fair from fair sometime declines,
By chance or nature's changing course untrimm'd;
But thy eternal summer shall not fade
Nor lose possession of that fair thou owest;
Nor shall Death brag thou wander'st in his shade,
When in eternal lines to time thou growest:
So long as men can breathe or eyes can see,
So long lives this and this gives life to thee.
by William Shakespeare
Powered by Blogger.
Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου. Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους· να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους. Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου. Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει· και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη. Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. |
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) |
Sonnet 43
When most I wink, then do mine eyes best see,
For all the day they view things unrespected;
But when I sleep, in dreams they look on thee,
And darkly bright, are bright in dark directed.
Then thou, whose shadow shadows doth make bright,
How would thy shadow's form form happy show
To the clear day with thy much clearer light,
When to unseeing eyes thy shade shines so!
How would, I say, mine eyes be blessed made
By looking on thee in the living day,
When in dead night thy fair imperfect shade
Through heavy sleep on sightless eyes doth stay!
All days are nights to see till I see thee,
And nights bright days when dreams do show thee me.
| | |
|
Sonnet 116
Let me not to the marriage of true minds
Admit impediments. Love is not love
Which alters when it alteration finds,
Or bends with the remover to remove:
O no! it is an ever-fixed mark
That looks on tempests and is never shaken;
It is the star to every wandering bark,
Whose worth's unknown, although his height be taken.
Love's not Time's fool, though rosy lips and cheeks
Within his bending sickle's compass come:
Love alters not with his brief hours and weeks,
But bears it out even to the edge of doom.
If this be error and upon me proved,
I never writ, nor no man ever loved.
by William Shakespeare
Admit impediments. Love is not love
Which alters when it alteration finds,
Or bends with the remover to remove:
O no! it is an ever-fixed mark
That looks on tempests and is never shaken;
It is the star to every wandering bark,
Whose worth's unknown, although his height be taken.
Love's not Time's fool, though rosy lips and cheeks
Within his bending sickle's compass come:
Love alters not with his brief hours and weeks,
But bears it out even to the edge of doom.
If this be error and upon me proved,
I never writ, nor no man ever loved.
by William Shakespeare
Defying Gravity
Something has changed within me
Something is not the same
I'm through with playing by the rules
Of someone else's game
Too late for second-guessing
Too late to go back to sleep
It's time to trust my instincts
Close my eyes: and leap!
It's time to try
Defying gravity
I think I'll try
Defying gravity
And you can't pull me down!
I'm through accepting limits
''cause someone says they're so
Some things I cannot change
But till I try, I'll never know!
Too long I've been afraid of
Losing love I guess I've lost
Well, if that's love
It comes at much too high a cost!
I'd sooner buy
Defying gravity
Kiss me goodbye
I'm defying gravity
And you can't pull me down
Something is not the same
I'm through with playing by the rules
Of someone else's game
Too late for second-guessing
Too late to go back to sleep
It's time to trust my instincts
Close my eyes: and leap!
It's time to try
Defying gravity
I think I'll try
Defying gravity
And you can't pull me down!
I'm through accepting limits
''cause someone says they're so
Some things I cannot change
But till I try, I'll never know!
Too long I've been afraid of
Losing love I guess I've lost
Well, if that's love
It comes at much too high a cost!
I'd sooner buy
Defying gravity
Kiss me goodbye
I'm defying gravity
And you can't pull me down
"Love is neither personal nor impersonal. Love is love, not to be defined or described by the mind as exclusive or inclusive. Love is its own eternity; it
is the real, the supreme, the immeasurable.”
Aldous Huxley