Θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια εκείνο το βροχερό βράδυ κάπου κάποιο χειμώνα. Τον τρόπο που την πλησίασε, που έγειρε κοντά της, το άγγιγμα του που την έκανε να ανατριχιάσει, το λάγνο βλέμμα του, το πρώτο τους φιλί. Για όλα κατηγορούσε την αγάπη της για τις σταγόνες της βροχής. Αν δεν είχε βγει στο μπαλκόνι εκείνο το βράδυ για να τις απολαύσει μπορεί όλα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Δεν ήταν δίκαιο.
Βέβαια, αυτήν ήταν μόνο η αρχή. Την καταδίωκαν τα λόγια που της ψιθύριζε πριν κοιμηθεί τα βράδια, λόγια έρωτα, αγάπης, πλάνης. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το άρωμα, τη μυρωδιά, τα ατελείωτα φιλιά του, τα βράδια παθιασμένου έρωτα. Και πονούσε, αδυνατούσε να κινηθεί, να αναπνεύσει από τη θλίψη. Δεν ήταν δίκαιο, το ήξερε. Όμως έπρεπε να ζήσει με τις συνέπειες των αποφάσεών της.
Ένιωθε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Τον αγαπούσε για όλα όσα την έκανε να νιώσει, συναισθήματα πρωτόγνωρα, εφηβικά. Τον μισούσε για τον τρόπο που της φέρθηκε, που την ταλαιπώρησε, που την έφθειρε. Ήθελε να του φωνάξει, να ξεστομίσει λόγια πικρά. Ευχόταν να εξαφανιστεί, να πονέσει με τον ίδιο τρόπο που πονούσε κι εκείνη. Αυτό όμως που την πλήγωνε περισσότερο από όλα ήταν ότι ήξερε πως με μία του λέξη θα ξανάπεφτε στην αγκαλιά του. Δεν έπρεπε, το ήξερε ότι δεν έπρεπε. Η καρδιά όμως συχνά χάνει το δρόμο που οδηγεί στη λογική. Δεν ήταν δίκαιο.
Δεν μπορούσε να αντέξει άλλο. Ένιωθε πως θα καταρρεύσει με το παραμικρό φύσημα του ανέμου. Κι εκείνος επέστρεφε και επέστρεφε ξανά, κάθε αφορά αφήνοντάς τη μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους, κλέβοντάς κομμάτια από την καρδιά της, ανοίγοντας πρόωρα επουλωμένες πληγές. Έπρεπε να το πάρει απόφαση πως ακόμη κι αν βαθιά μέσα στην ψυχή του υπήρχε ένα μικρό κομμάτι αγάπης για εκείνη θα έπρεπε να μείνει μακριά του. Δύσκολο εγχείρημα όμως. Δεν ήταν δίκαιο.
Κάθε φορά που έφτιαχνε η κατάσταση κι ένιωθε γαλήνη στην ψυχή την τραβούσε ξανά μέσα στoν ατελείωτο βυθό. Κι εκείνη έχανε την ανάσα της, πνιγόταν, κι ήταν τόσο γλυκός αυτός ο πνιγμός. Έπειτα, πάλι από την αρχή. Έφευγε για να βρει το επόμενο θύμα, την επόμενη καρδιά να κλέψει. Μικρά στενά δοχεία κουβαλούσαν ματωμένες καρδιές. Το γνώριζε καλά ότι αυτός ήταν ένας φαύλος κύκλος. Προσπαθούσε να ξεφύγει, να ξαναβγεί στο μονοπάτι, όμως η καρδιά δεν ήθελε να υπακούσει. Δεν ήταν δίκαιο.
Και της έλειπε, και τον ήθελε, δεν ήταν δίκαιο.
Αφιερωμένο στην αγαπημένη μου ξαδερφούλα και σε όλες τις χαμένες καρδιές των άδειων δοχείων.
το διαβαζα και ταυτιστηκα αμεσως και εβαλα τα κλαματα γιατι με αγγιξες με ολα σου τα λογια.. απλα απεριγραπτα σαγηνευτικη.. σαγαπω πολυ! με νοιωθεις οσο κανενας αλλος και γιαυτο και μονο σε λατρευω! το αιμα νερο δεν γινεται οπως πολυ καλα λεμε! ανυπομονω ν σε ξαναδω γλυκια μου