Ίσως βρείτε το κείμενο αυτό εντελώς ερασιτεχνικό και γραμμένο από παιδάκι δημοτικού. Όμως η αλήθεια είναι ότι ήμουν ένα μικρό παιδάκι, καθώς αυτό το κείμενο γράφτηκε πέρυσι. Το 2008 ήταν μία υπέροχη χρονιά...
Ο αέρας χτυπάει δυνατά τα, πλέον κόκκινα απ’ το κρύο, μάγουλά μου. Η σιωπή στους δρόμους είναι απόλυτη. Ο φανοστάτης είναι έτοιμος να σβήσει. Το καταλαβαίνεις απ’ το τρεμοπαίξιμό του. Κοιτάω το κενό κι όμως δεν μπορεί να με κάνει να ξεχάσω. Λέξεις στριφογυρίζουν στην άβυσσο του μυαλού μου…λέξεις που δεν κατανοώ…δεν μπορώ να πω…Ανοίγω τα χείλη μου και το μόνο που βγαίνει είναι το κρύο σύννεφο της ανάσας μου. Δεν έχει πια σημασία… Κρυώνω και το παγκάκι που κάθομαι κάνει την κατάσταση χειρότερη…όμως περιμένω όπως έκανα πάντα…περιμένω…Χοντρές νιφάδες χιονιού αρχίζουν να κομματιάζονται πάνω στο παλτό μου…Μία ανάμνηση εμφανίζει ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Περιμένω λοιπόν…θα έρθεις άραγε;; Περνάω άλλο ένα απόγευμα περιμένοντας σε. Πάντα σε περίμενα…νιφάδες χιονιού…όπως ήρθες, έτσι θα φύγεις…σαν μια νιφάδα χιονιού που πέφτει έναν Δεκέμβρη... το πρόσωπό σου μου έδινε χαρά…χανόμουν στην αγκαλιά σου…ένα χαμόγελό σου με έκανε ευτυχισμένη…ένα βλέμμα σου με γέμιζε ελπίδα, μου έδινε κουράγιο…Θα ξανασυναντηθούμε άραγε ποτέ; Τα χέρια μου έχουν παγώσει απ' το κρύο και οι αναμνήσεις έχουν πια ξεθωριάσει…Θα χαθείς, όμως θα σε θυμάμαι. Είσαι χαραγμένος σε όλες τις πόρτες του μυαλού μου...όλες οι πόρτες οδηγούν σε εσένα…Ποτέ δεν είχα πολλούς φίλους…κι όμως εσύ είσαι ξεχωριστός. Μπήκες απρόσμενα στη ζωή μου και με σήκωσες πάλι στα πόδια μου…στήριγμα που ποτέ δεν είχα πριν…αδερφός που πάντα ήθελα…φίλος που πάντα χρειαζόμουν…Σε χρειάζομαι και είσαι εκεί ακόμη κι αν δεν το καταλαβαίνεις. Τώρα φεύγεις…το νιώθω…απομακρύνεσαι…θα στεναχωρηθώ όταν θα γίνει…Λες να έχω χάσει την ελπίδα μου;…Δεν ξέρω…Ο φανοστάτης έσβησε και το κρύο μου σκίζει την καρδιά…κρύο και λύπη…Σηκώνομαι να φύγω. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο…θα μου λείψεις… Βλέπω μία φιγούρα μακριά…πλησιάζει όμως δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα μες στο χιόνι. Ξαφνικά σε αναγνωρίζω…είσαι εσύ που έρχεσαι κοντά μου χαμογελώντας. Συγνώμη μου λες επειδή άργησες. Με αγκαλιάζεις…ξέρεις πόσο πολύ κρυώνω. Σε αγριοκοιτάζω για την καθυστέρηση όμως αυτό δεν είναι ικανό να διώξει το χαμόγελο απ’ το πρόσωπό σου. Οι δώδεκα χτύποι ακούγονται απ’ το μεγάλο ρολόι και απ’ τα γύρω σπίτια ακούγονται χειροκροτήματα και χαρούμενες φωνές. Μου δίνεις ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο…ξέρεις ότι το δικό μου είναι πάντα μεγαλύτερο…“Χρόνια πολλά τρελή αδερφή!” “Χρόνια πολλά χαζέ αδερφέ!” Ήταν μία ωραία χρονιά…
(Αφιερωμένο σε έναν χαζό μετεωρολόγο, σε έναν τρελό, σε έναν πράκτορα...αφιερωμένο στον αδερφό και καλύτερό μου φίλο.)
Miss You Most (At Christmas Time) Lyrics Artist(Band):Mariah Carey
The fire is burning The room's all aglow Outside the December wind blows Away in the distance the carolers sing in the snow Everybody's laughing The world is celebrating And everyone's so happy Except for me tonight
Because I miss you Most at Christmas time And I can't get you Get you off my mind Every other season comes along And I'm all right But then I miss you, most at Christmas time
I gaze out the window This cold winter's night At all of the twinkling lights Alone in the darkness Remembering when you were mine Everybody's smiling The whole world is rejoicing And everyone's embracing Except for you and I
Baby I miss you Most at Christmas time And I can't get you Get you off my mind Every other season comes along And I'm all right But then I miss you, most at Christmas time
In the springtime those memories start to fade With the April rain Through the summer days Till autumn's leaves are gone I get by without you Till the snow begins to fall
And then I miss you Most at Christmas time And I can't get you Get you off my mind Every other season comes along And I'm all right... But then I miss you, most at Christmas time
Όπως κάθε χρόνο έφτασαν οι γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων, μέρες χαράς μέρες γιορτής, μέρες αγάπης. Τα σχολεία, τα γραφεία και οι υπηρεσίες κλείνουν και ο κάθε άνθρωπος έχει επιτέλους ελεύθερο χρόνο να αφιερώσει στον εαυτό, στην οικογένειά του και στους φίλους.
Όλοι αρχίζουμε τα χριστουγεννιάτικα ψώνια μας κάνοντας ημερήσιους διαγωνισμούς για το ποιος θα ξοδέψει περισσότερα. Αγοράζουμε πράγματα για εμάς και τα αγαπημένα μας πρόσωπα διότι είναι Χριστούγεννα, οπότε ας αγοράσουμε ότι μπορούμε τώρα που έχουμε δικαιολογία.
Κάνουμε πράγματα που αποφεύγουμε όλη τη χρονιά, γιατί πολύ απλά, τώρα έχουμε χρόνο. Κάνουμε μακρινά ταξίδια στο εξωτερικό για να ξεφύγουμε από τη ρουτίνα και την καθημερινότητα μας. Προσπαθούμε να πραγματοποιήσουμε διάφορες επιθυμίες και όνειρα, γιατί; Γιατί πολύ απλά είναι Χριστούγεννα.
Όσα και να κάνουμε δεν είναι ποτέ αρκετά και όταν τελειώνει αυτή η όμορφη περίοδος του χρόνου επιστρέφουμε στη ρουτίνα και την καθημερινότητα. Σταματάμε να κάνουμε πράγματα που μας αρέσουν. Ξεχνάμε το γλυκό και χαρούμενο πρόσωπο που φορούσαμε τα Χριστούγεννα, την αγάπη που δείχναμε στο διπλανό μας. Όμως δεν πειράζει γιατί σε έντεκα μήνες τα Χριστούγεννα επιστρέφουν.
Αλέξανδρος 34 χρονών, πέθανε στις 28 Απριλίου. Η Μαρία δεν πρόλαβε να του πει πόσο τον αγαπούσε, φοβόταν.
Πάνος 19 χρονών, πέθανε στις 3 Νοεμβρίου από υπερβολική δόση ηρωίνης. Χάρη στα ναρκωτικά δε θα πραγματοποιήσει ποτέ το όνειρό του ναγίνειγιατρός.
Αγγελική 29 χρονών, πέθανε 16 Δεκεμβρίου σε αεροπορικό δυστύχημα μαζί με τον άντρα της και το ενός έτους αγοράκι της. Οι γονείς τις ποτέ δεν την επισκέφτηκαν στην Αμερική όπου ζούσε. Δεν ενέκριναν το γάμο της. Ποτέ δεν αντίκρισαν τον εγγονό τους ούτε ήταν παρόντες στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της κόρης τους.
Δημήτρης 47 χρονών. Επί δύο χρόνια έλεγε στη γυναίκα του ότι θα πήγαιναν μαζί βόλτα στο πάρκο. Εκείνη δε ζει πια κι εκείνος μετανιώνει που δεν της αφιέρωσε ούτε ένα απόγευμα, πολλή δουλειά στο γραφείο.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν αφιέρωσαν χρόνο στους αγαπημένους τους, δεν πραγματοποίησαν τα όνειρα τους, δεν έδιναν σημασία στο χρόνο που περνούσε. Τα είχαν όλα δεδομένα.
Αλίν 20 χρονών, ζει στην Κένυα. Κάθε μέρα προσεύχεται στο Θεό για ένα κομμάτι ψωμί.
Αγκίρα 6 χρονών, ζει στην Κίνα. Ζει με την ελπίδα ότι θα αποκτήσει οικογένεια.
Κάρεν 36 χρονών, η κόρη της έχει λευχαιμία και της μένουν μόνο έξι μήνες ζωής. Κάθε μέρα χαμογελάει στην κόρη της και παίρνει κουράγιο. Έχουν ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη και συνεχίζουν. Δεν αφήνουν ούτε λεπτό να χαθεί.
Γιάννης 57 χρονών, έμεινε ανάπηρος από τη μέση και κάτω σε τροχαίο δυστύχημα που παραλίγο να του στοιχίσει την ίδια του τη ζωή. Δεν ξεχνάει να λέει κάθε μέρα στην κόρη του και στη γυναίκα του πόσο πολύ της αγαπάει και το ίδιο κάνουν κι εκείνες. Παρά το καροτσάκι του, ακόμη βγαίνει για μία πρωινή βόλτα με τη γυναίκα του.
Αυτοί οι άνθρωποι έμαθαν να εκτιμούν το κάθε τι στη ζωή, να ζουν την κάθε στιγμή και να μη θεωρούν τίποτα δεδομένο. Τρομερά πράγματα τους συνέβησαν κι όμως, χαμογελούν και ζουν τη ζωή τους όπως κι αν είναι αυτή. Δεν αφήνουν τίποτα για το αύριο ενώ μπορούν να το κάνουν σήμερα. Κάθε μέρα που σηκώνονται απ’ το κρεβάτι τους ζωντανοί το θεωρούν θείο δώρο. Τους λείπουν πράγματα και παρ’ όλα αυτά είναι ευτυχισμένοι. Εμείς λοιπόν γιατί δεν είμαστε; Έχουμε τα πάντα κι όμως θέλουμε κι άλλα. Δεν εκτιμάμε αυτά που ήδη έχουμε, αυτά που απλόχερα μας έχουν δοθεί. Ξεχνάμε να δείξουμε την αγάπη μας στους άλλους. Αγάπη, τώρα πια έχει γίνει και αυτή δεδομένη. Αφήνουμε πράγματα για μετά χωρίς να σκεφτόμαστε ότι μπορεί πολύ απλά να μην υπάρχει το μετά.
Τα Χριστούγεννα λοιπόν είναι μέρες αγάπης και χαράς. Ας δείξουμε αγάπη μας στους γύρω, ας κάνουμε πράγματα που μας χαροποιούν. Απλώς ας μην το κάνουμε μόνο τα Χριστούγεννα. Ας μετατρέψουμε κάθε μέρα και κάθε λεπτό μας σε Χριστούγεννα. Ας μην αφήσουμε τη ζωή να γλιστρήσει μέσα απ’ τα χέρια μας χωρίς να το καταλάβουμε. Ας χαμογελάμε κάθε μέρα και ας εκπληρώσουμε τα όνειρα και τις επιθυμίες μας σήμερα. Ας λέμε «σ’ αγαπώ» στους ανθρώπους που αγαπάμε κάθε μέρα και κάθε λεπτό, χωρίς να είναι γενέθλια ή γιορτή, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, ας το κάνουμε γιατί έτσι αισθανόμαστε. Ας δώσουμε αξία στην κάθε μέρα και ας προσπαθήσουμε να την κάνουμε ξεχωριστή. Επειδή κάθε μέρα που είμαστε ζωντανοί μπορεί να είναι ένα θαύμα. (Αφιερωμένο στην ψυχή που με εμπόδιζε όταν έπρεπε να το πω και στα αδέρφια μου!)
Η αίθουσα ήταν όμορφα στολισμένη. Λουλούδια σε κάθε τοίχο, τα κόκκινα τριαντάφυλλα κυριαρχούσαν κι έδιναν μία παραμυθένια αίσθηση στο χώρο. Ο κόσμος χόρευε χαρούμενος στην πίστα. Τραγούδια εύθυμα και διασκεδαστικά. Άλλοι καθόντουσαν στα τραπέζια δίπλα στον μπουφέ, όμως ήταν λίγοι. Όλοι ντυμένοι με τα καλύτερά τους ρούχα, φανταχτερά φορέματα και εκλεπτυσμένα κουστούμια. Βέβαια υπήρχαν και κάποιοι που ήταν ντυμένοι με καθημερινά ρούχα, όμως ήταν λίγοι. Όλοι φαινόντουσαν να περνούν υπέροχα. Σχεδόν όλοι.
Η Έμυλι κατευθυνόταν στην πίστα αγκαλιά με τον Όουεν. Ήταν κι ένιωθε πολύ όμορφη εκείνο το βράδυ. Τα καστανά μαλλιά της είχαν πάνω τους διαμαντένια κοκαλάκια που συγκρατούσαν τις μπούκλες από το να πέφτουν στο πρόσωπό της. Φορούσε ένα φόρεμα στο χρώμα του σάπιου μήλου. Ήταν στενό στη μέση κι έπειτα έπεφτε όμορφα μέχρι τα γόνατα. Τα μανίκια ήταν στο πλάι και άφηναν ακάλυπτους τους ώμους της. Το πρόσωπό της έλαμπε με την ελπίδα ότι θα τον έβλεπε. Τα σπινθηροβόλα μάτια της τον έψαχναν με αγωνία μέσα στην αίθουσα. Τον εντόπισαν να την πλησιάζει. Μαζί του ήταν η Ελίζα. Ένιωσε κρύο ιδρώτα να λούζει το μέτωπό της. Το ήξερε ότι ποτέ δεν θα μπορούσαν να είναι μαζί. Ήλπιζε…πονούσε… Φόρεσε το ομορφότερο χαμόγελό της.
-Εδώ ήσασταν τόση ώρα; Σας ψάχναμε, είπε κεφάτα η Ελίζα. Ω, Έμυλι δεν ήξερα ότι ο συνοδός σου ήταν τόσο γοητευτικός, είπε κι έκλεισε το μάτι στον Όουεν.
Ο Μάικλ δεν είπε τίποτα. Φάνταζε τόσο όμορφος στα μάτια της. Τα μεταξένια μαλλιά τους δεν ήταν λιγότερο μπερδεμένα από ότι συνήθως. Όμορφες ελαφριές μπούκλες που αγαπούσε τόσο. Δεν άντεχε να θαμπώνεται από τόση ομορφιά και χαμήλωσε το βλέμμα της. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι κι ένα λευκό πουκάμισο. Στα δικά της μάτια έμοιαζε με πρίγκιπα. Ολόκληρη η βραδιά έμοιαζε να έχει βγει από παραμύθι. Κοιτούσε όμως και αυτός γεμάτος αμηχανία και θλίψη, κάτι που η Έμυλι δεν είδε.
-Να σας συστήσω, Ελίζα, Όουεν. Και από εδώ ο καλός μου φίλος, Μάικλ., έκανε η Έμυλι τις απαραίτητες συστάσεις.
Δεν πρόλαβαν να ανταλλάξουν άλλη κουβέντα και ο τραγουδιστής του συγκροτήματος, που είχε αναλάβει τη μουσική της βραδιάς, ανακοίνωσε ότι στο επόμενο τραγούδι τα ζευγάρια πρέπει να αλλάξουν παρτενέρ μεταξύ τους. Άρχισε ένα μελωδικό μπλουζ και τα ζευγάρια χόρευαν σφιχταγκαλιασμένα.
-Μου φαίνεται Έμυλι ότι θα πρέπει να σου κλέψω τον παρτενέρ, σχολίασε πειραχτικά η Ελίζα.
-Μετά χαράς δεσποσύνη, της απάντησε ο Όουεν. Της φίλησε το χέρι ιπποτικά και με την Ελίζα να χασκογελάει απομακρύνθηκαν.
Ο Μάικλ κοίταξε για μία στιγμή την Έμυλι κι έπειτα πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Εκείνη ακούμπησε δειλά το κεφάλι της στον ώμο του. Ένιωθε μία απερίγραπτη ζεστασιά να την τυλίγει. Ο Μάικλ έπιασε το ένα χέρι της στο ύψος του στήθους του. Την έκανε μία περιστροφή. Εκείνη χόρευε με χάρη όπως πάντα. Μαζί είχαν κάνει τα μαθήματα χορού.
Στη συνέχεια το τραγούδι έγινε λίγο πιο γρήγορα και άρχισαν να κάνουν όμορφες φιγούρες. Έπειτα από ακόμη μία στροφή ήρθαν αντικριστά ο ένας με τον άλλο κι έκαναν ένα κύκλο έχοντας ενωμένο το δεξί τους χέρι. Το βλέμμα της έκπεμπε τόσο πάθος και ταυτόχρονα ήταν τόσο παγωμένο. Ξαναβρέθηκαν αγκαλιά κι δεν άντεξε άλλο. Άρχισε να της ψιθυρίζειτουςστίχουςτουτραγουδιού.
-All that I wanted, to hold you so close…
Μαγεία ήταν η λέξη που περιέγραφε τη στιγμή εκείνη. Το τραγούδι έφτασε στο κορύφωμά του και την έκανε μία τελευταία στροφή προς τα έξω. Εκείνη γύρισε τρεις φορές, τον κοίταξα κι έπιασε το χέρι που την καλούσε να μαζευτεί στην αγκαλιά του. Τυλίχτηκε και κόλλησε την πλάτη της στο στήθος του. Εκείνος πήρε μία βαθιά ανάσα και άφησε το μεθυστικό άρωμα τον μαλλιών της να γεμίσει τους πνεύμονες του. Χόρευαν έτσι αγκαλιασμένοι χωρίς να βλέπουν ο ένα το πρόσωπο του άλλου. Οι τελευταίοι στίχοι του τραγουδιού έφτασαν να γαργαλίσουν τα αυτιά της, νιώθοντας σχεδόν τα χείλη του πάνω τους.
-Now you’re beside me and look how far we’ve come…So far we are, so close…
Όμως όλα τα παραμύθια τελειώνουν και η μαγεία που σε κατέκλυζε όσο το άκουγες χάνεται. Έτσι κι αυτό σταμάτησε. Η Ελίζα πλησίασε το ζευγάρι. Ο Όουεν τη συνόδευε σαν κύριος που ήταν. Η Έμυλι και ο Μάικλ σταμάτησαν να χορεύουν. Όταν βγήκε από την αγκαλιά του ένιωσε να σκίζεται κομμάτι από την ψυχή του.
-Διακόπτουμε; Ρώτησε με ένα περίεργο ύφος η Ελίζα.
-Ε, όχι, απάντησε αμήχανα η Έμυλι. Λοιπόν εμείς σας αφήνουμε. Πρέπει να φύγουμε. Υποσχέθηκα στην Κλάρα ότι θα γυρίσω νωρίς.
-Εντάξει…,είπε ο Μάικλ.
-Καλά να περάστε, συμπλήρωσε η Ελίζα καθώς αγκάλιαζε το Μάικλ για να συνεχίσουν το χορό.
Ο Μάικλ χόρευε με την Ελίζα όμως το βλέμμα του ακολουθούσε την Έμυλι με τον Όουεν που ανέβαιναν πιασμένοι χέρι χέρι τη σκάλα. Πόσο τον ζήλευε. Τώρα ήταν εκείνος που είχε το κλειδί για την καρδιά της. Του το είχε παραχωρήσει τόσο εύκολα. Αν δεν ήταν τόσο δειλός, αν δεν φοβόταν μήπως χάσει τη φιλία της, θα κρατούσε εκείνος το ζεστό της χέρι. Δεν πρόσεξε την Ελίζα που τον χάζευε με το ερευνητικό της βλέμμα.
Η Έμυλι έφτασε στο τέλος της σκάλας. Έπειτα αγκαλιάστηκε με τον Όουεν τρυφερά ψιθυρίζοντας κάτι ο ένας στον άλλο. Φαινόταν καλό παιδί αλλά ευχαρίστως θα του χαλούσε εκείνο το χαμόγελο. Έπειτα, χωρίς να περιμένει τη συνέχεια, μία κοπέλα τους πλησίασε, δεν την είχε ξαναδεί. Ο Όουεν έφυγε από την αγκαλιά της Έμυλι και πλησίασε την καινούρια. Αφού έπαιξε λίγο με τα μαλλιά της τη φίλησε στοργικά. Δεν πίστευε στα μάτια του. Η χαρά φούντωσε στο στήθος του.Το ζευγάρι γύρισε προς το μέρος της Έμυλι που φάνηκε να τους μαλώνει πειραχτικά. Στη συνέχεια το ζευγάρι τη χαιρέτησε κι έφυγε αγκαλιασμένο με εκείνη να τους κοιτάει με θαυμασμό και στοργή.
Χαρούμενος, χωρίς βέβαια να έχει καταφέρει τίποτα, συνέχισε να την κοιτάζει. Ώσπου η Ελίζα του μίλησε.
-Ώστε αυτή είναι η μοναδική ε; τον ρώτησε δειλά αλλά πολύ σοβαρά.
Ο Μάικλ δεν πίστευε στα αυτιά του. Πόσα ήξερε άραγε η κοπέλα δίπλα του και πόσα ανεχόταν.
-Ελίζα…
-Το ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα μεταξύ μας. Από την αρχή το ήξερα.
-Ελίζα ειλικρινά λυπάμαι. Δεν ξέρω καν πώς θα επανορθώσω για όλο αυτό, προσπάθησε να απολογηθεί.
-Δεν χρειάζεται, χαμογέλασε εκείνη. Ούτως ή άλλως δεν ταιριάζουμε και πάρα πολύ. Ελπίζω όμως να μείνουμε φίλοι.
-Συμφωνώ με αυτό, της χαμογέλασε κι εκείνος. Η Ελίζα του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο κι έπειτα τον κοίταξε με απορία.
-Την αγαπάς; Τον ρώτησε.
Ο Μάικλ δεν της απάντησε μόνο έστρεψε σκεφτικός το βλέμμα του προς τα πάνω ψάχνοντας για κάτι που θα τον βοηθούσε να απαντήσει. Το βρήκε.
Η Έμυλι ήταν ακουμπισμένη στο όμορφα σκαλισμένο κάγκελο και χάζευε τους ανθρώπους από κάτω της που χόρευαν αγκαλιασμένοι. Χόρευαν ακόμη το ίδιο τραγούδι που την είχε ταξιδέψει πριν λίγα λεπτά. Το τραγούδι τελείωσε και όλοι γύρισαν να χειροκροτήσουν. Το ζευγάρι που παρακολουθούσε αγκαλιάστηκε με θέρμη. Σηκώθηκε από την κουπαστή. Έπειτα συγκρατώντας τα δάκρυά της γύρισε κατευθυνόμενη προς το ασανσέρ. Κοντοστάθηκε για λίγο κι έπειτα πάτησε το κουμπί. Το χέρι της σταμάτησε πρώτα στο μάγουλο της, για να σκουπίσει το δάκρυ που τώρα το διακοσμούσε, και στη συνέχεια έπεσε ανάλαφρο στο πλάι. Εκεί ένα άλλο χέρι το αγκάλιασε. Ένιωσε μία ατελείωτη ζεστασιά να την πλημμυρίζει. Ξαφνιασμένη η Έμυλι γύρισε να δει σε ποιον άνηκε το χέρι αυτό.
Αντίκρισε το πιο όμορφο χαμόγελο για εκείνη στον κόσμο. Ο Μάικλ στεκόταν δίπλα της και την κοιτούσε με τα κεχριμπαρένια μάτια του. Κανείς δεν τους άκουσε. Κανείς δεν είδε την ευτυχία που τύλιξε και τους δύο τα επόμενα λεπτά. Αν ήσουν πολύ προσεκτικός θα έβλεπες την Έμυλι να ρωτάει τι συμβαίνει. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτησή της, ο Μάικλ της έδωσε το φιλί που και οι δύο περίμεναν με προσμονή τόσο καιρό. Τόσο γλυκό και τόσο τρυφερό που ήταν. Στη συνέχεια, αν σταματούσες να λικνίζεσαι στο ρυθμό του τραγουδιού εκείνης της στιγμής, θα τον έβλεπες να αγγίξει με τον δείκτη του το πιγούνι της και να σχηματίζει με τα χείλη του τη λέξει «Σ’ αγαπώ». Μία λέξη που προοριζόταν μόνο εκείνη. Η Έμυλι ρίχτηκε στην αγκαλιά του κι εκείνος την έκανε σβούρες ποιο ευτυχισμένος από ποτέ. Κρατώντας την ακόμη ψηλά στην αγκαλιά του την ξαναφίλησε κι ήταν εκείνη αυτή τη φορά που απάντησε με τις ίδιες λέξεις, με το ίδιο νόημα. Ήταν μία ονειρεμένη νύχτα.
(Το αφιερώνω σε εμένα, στο όνειρο που ονειρεύτηκα ένα βράδυ του χειμώνα και στη νύχτα που εύχομαι να ζήσω κάποτε.)
Τελείωσα τη φράση μου παρά το γεγονός ότι μπήκες στο οπτικό μου πεδίο. Χαμογελούσες αλλά δεν κοιτούσες κάπου συγκεκριμένα. Έφυγα από τα κεφάτα πρόσωπα που με περιτριγύριζαν και σε πλησίασα.
-Καλημέρα, είπα χαρούμενα.
-Καλημέρα, απάντησες το ίδιο κεφάτα.
Η απόσταση των δύο μέτρων είναι απαραίτητη για να υπάρξει συνομιλία μεταξύ μας. Η μετακίνηση ποτέ δε σταματάει. Είμαστε σαν δύο δρομείς σε αγώνα δρόμου, απλά σε αργή κίνηση.
-Πώς είσαι; Ρώτησα χωρίς να χάσω το χαμόγελό μου.
-Εντάξει, μία χαρά. Πώς ήταν η μέρα σου; Ρώτησες κι έκανες ένα βήμα προς τα πίσω.
-Μία χαρά. Πάλι πήγα για ψώνια, έλεγα ενώ εσύ έκανες κι άλλα βήματα προς τα πίσω, και κουραστικά.
-Πρέπει να μου πεις πώς πέρασες το Σάββατο κάποια στιγμή, είπες απλά για να πεις κάτι, προσχήματα σου λέει μετά.
Δεν είχε νόημα να πω κάτι. Δεν θα με άκουγες ούτως ή άλλως, ήσουν ήδη πολύ μακριά. Είχες γυρίσει μέχρι και την πλάτη. Τα λόγια μου απλά έσβησαν λέξη με τη λέξη.
-Ναι, πρέπει κάποια στιγμή…, δεν ακούστηκαν καθαρά.
Το χαμόγελο σβήστηκε από το πρόσωπό μου μαζί με τις τελευταίες λέξεις. Ήταν όμως τόσο κρίμα. Είχα τόσα να σου πω. Θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί αλλιώς η συζήτηση αυτή. Διαφορετικές λέξεις με διαφορετικό νόημα στροβιλίζονταν στο μυαλό μου. Λόγου χάρη:
«Πόσο καιρό έχω να σε δω; Ούτε εγώ τώρα θυμάμαι. Πού χάθηκες; Γιατί δε μου μιλάς πλέον; Έχω το εξής πρόβλημα: ΜΕ ΑΓΝΟΕΙΣ! Γέλασα με το τελευταίο σου ανέκδοτο. Θα μπορούσες να μου το εξηγήσεις καλύτερα βέβαια. Α, δε σου είπα έγινε αυτό, αυτό και αυτό! Δεν είναι τρομερό; Χαχα!»
Κατακάθονται στο μυαλό μου όλα αυτά. Η πυρίτιδα δεν έχει ανάψει ακόμη. Μπορεί να έχει, απλά να καίγεται πολύ αργά. Πότε θα έρθει η έκρηξη δεν ξέρω. Θέλω; Ακόμη ένα αναπάντητο ερώτημα.
Τις τελευταίες μέρες ακούω πολλά για το λεγόμενο delete. Είναι σωστό όμως κάτι τέτοιο; Δεν είναι τόσο εύκολα να διαγράψεις κομμάτι από τη ζωή σου. Μήπως όμως είναι απαραίτητο; Η ψυχή του ανθρώπου ζει ελεύθερη στα όνειρα. Όπως λέω πάντα «το μεγαλύτερο όνειρο είναι η ζωή». Άραγε είναι σωστό να ζω έναν εφιάλτη εθελοντικά; Αποφάσισα ότι δεν είναι. Έτσι φεύγω. Όχι όμως άμεσα. Δεν έχω το κουράγιο για κάτι τέτοιο. Έτσι ακολουθώ μία τακτική που είναι ανώδυνη και βολική για εμένα.
Όπως μου είπε μία φίλη κάποτε «απόρριψη ίσον delete». Για να μπορέσεις να διαγράψεις κάποιον πρέπει να βιώσεις την απόρριψή του. Αν δε σε απορρίψουν δεν θα μπορέσεις να ξεχάσεις. Αντιστοίχως, αν δεν απορρίψεις δεν θα σε διαγράψουν.
Το κινητό μου χτυπούσε ρυθμικά κι εγώ έτρεξα στο δωμάτιο να το βρω ακλουθώντας τον ήχο του τραγουδιού που είχα διαλέξει για ήχο κλήσης.
“Τι κάνεις;” έλεγε το μήνυμα.
“Μια χαρά! Εσύ; Πώς ήταν η μέρα σου;” Απάντησα.
“Έχεις χαθεί…Μου φαίνεται ότι αδιαφορείς τον τελευταίο καιρό…Δεν μου μιλάς.”
“Εγώ; Χαχα! Τι λες, βρε; Από πού το συμπέρανες αυτό; Προφανώς και σου μιλάω! Διαφορετικά γιατί να σου στέλνω μηνύματα;”
“Καλά, αν σκέφτεσαι έτσι…”
Εγώ λοιπόν πώς πρέπει να αντιδράσω τώρα; Όταν μιλώ κι ενδιαφέρομαι εσύ μου γυρίζεις την πλάτη. Ίσως βέβαια δεν το κάνεις συνειδητά. Όμως κάτι τέτοιο δεν αλλάζει τα πράγματα. Από την άλλη αδιαφορώ, προσπαθώ τουλάχιστον. Αν δεν το κάνω πώς θα καταφέρω να συνεχίσω; Δεν ήθελες να είναι όλα καλά; Ε, λοιπόν, όλα καλά είναι. Τώρα όμως παραπονιέσαι και με λες άκαρδη. «Δεν είναι έτσι οι φίλοι» λες και ξαναλές. Δίκιο έχεις, δεν είναι. Μπορείς λοιπόν να με διαγράψεις από την λίστα των φίλων σου. Ούτως η άλλως από τη ζωή σου με έχεις διώξει καιρό τώρα. Το διαδίκτυο δεν θα αποτελέσει διαφορά.
Οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου, είναι σαν τα γραμματόσημα. Όσο τα φτύνεις, τόσο κολλάνε. Δεν υπήρχε πρόβλημα όταν παραπονιόμουν εγώ ότι αδιαφορείς. Με αποκαλούσες τρελή. Μου έλεγες ότι όλα αυτά είναι τεχνάσματα του μυαλού μου. Δεν παραπονιέμαι πια. Σου μιλάω όταν μου μιλάς, τίποτα παραπάνω. Έχει νόημα; Πάλι τρελή θα ανακηρυχτώ.
Έσφαλα και σφάλω. Έπρεπε να είχα το θάρρος να εκφράσω όλα αυτά που νιώθω και να μην τα αποθηκεύω στην βαθύτερη κρύπτη της ψυχής μου. Όμως όλοι έχουμε τις άμυνες μας. Ακόμη κι εγώ που δεν δειλιάζω να πω τη άποψη και να υποστηρίξω τα πιστεύω μου οπισθοχωρώ. Αν είχαμε κουράγιο ο κόσμος θα ήταν καλύτερος.
Μακρηγορώ, πολύ κακώς. Γίνομαι βαρετή. Δεν με αναγνωρίζω πλέον. Αυτή η κατάσταση έχει ρουφήξει όλη τη ζωντάνια από μέσα μου. Δεν μεμψιμοιρώ, όμως δεν βγάζω προς τα έξω το θυμό μου. Φοράω μία πολύχρωμη μάσκα. Βαρέθηκα. Βαρέθηκα να εξαπατώ και να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Είμαι αυτή που είμαι και δε θα αλλάξω.
Είναι σχεδόν απίθανο αλλά σε φαντάζομαι να τα διαβάζεις όλα αυτά έπειτα από χρόνια. Φαντάζομαι εμένα να τα διαβάζω και να γελάω ή με την ανοησία μου ή με την εξέλιξη που ίσως είχαν τα πράγματα. Ίσως να γελάμε παρέα. Ίσως πάλι και όχι. Ο χρόνος θα δείξει. Για την ώρα σε αφήνω. Δε θα πω αντίο, το έχω κάνει πολλές φορές και δεν έπιασε. Απλά σε αφήνω.
(Αφιερωμένο στα αδέρφια μου. Ειδικότερα αφιερωμένο στην Χρυσή μου Αυγή. Παρά τους τσακωμούς, τις περίεργες συμπεριφορές χρόνο με το χρόνο, και τις διάφορες δεν έφυγες από κοντά μου.)
(Το παρακάτω βίντεο δεν έχει καμία σχέση και στην ουσία καταστρέφει την ήδη κατεστραμμένη ανάρτηση. Το υποσχέθηκα όμως.)
Κοιτούσε τη βροχή. Στάλα, στάλα, στάλα έπεφτε στο τζάμι του παραθύρου; μικρές σταγόνες παντού. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά. Οι αστραπές φώτιζαν τα σκοτεινά σημεία. Νόμιζε ότι η λεμονιά είχε γύρει προς το μέρος της ζητώντας προσοχή. Δε θα σκεφτόταν τα λεμόνια εκείνη τη στιγμή, θα έβαζε τον Πάνο να τα μαζέψει μεθαύριο. Οι στάλες όλο και χτυπούσαν το τζάμι, τικ τακ τικ τακ. Μπορούσε να τον ακούει αιώνες αυτόν τον ατελείωτο ήχο. Βροχή, βροχή, βροχή. Η βροχούλα που πότιζε τους κήπους και τα λιβάδια, που οι παλιοί θεωρούσαν καλοτυχία, που γίνεται ένα με τις λίμνες και τα ποτάμια, το πιο αγνό φαινόμενο στον κόσμο αυτό, ενέτεινε τώρα τη μελαγχολία της. Παλαιότερα η θλίψη, ο θυμός, η στενοχώρια ήταν λέξεις άγνωστες στο λεξιλόγιό της. Μεγάλο ψέμα που έλεγε στον εαυτό της. Η θλίψη ήταν παλιά φιλενάδα, ο θυμός σωστός γείτονας, η στενοχώρια καθημερινή βάση. Τα γνώριζε αυτά τα συναισθήματα, απλά τα είχε ξεχάσει τότε. Τώρα της χαμογελούσαν σαν μία ξεθωριασμένη παλιά φωτογραφία. Νόμιζε ότι άλλαξε τηλέφωνο, ότι άλλαξε γειτονιά, ότι άλλαξε συνήθειες. Νόμιζε. Ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα. Δεν είχε καταλάβει πότε τα πράγματα πήραν αυτήν την τροπή. Ήθελε να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, τότε που η χαρά την κοίταζε με στοργή, η ευτυχία της τραγουδούσε, η αγάπη την κρυφοκοίταζε.
«Time will never revert, we’ll relive the same moment persistently in our minds but it will never change…»
Έσφιξε τα χέρια πάνω στο κορμί της για να ζεσταθεί. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει ασταμάτητα. Κοίταξε για μία ακόμη φορά τον ουρανό. Το μπλε είχε πια χαθεί και τα γκρίζα σύννεφα είχαν γίνει κυρίαρχοι του άλλοτε απέραντου γαλάζιου. Αστραπές και βροντές χόρευαν ανάμεσα στα παχουλά σύννεφα. Δεν φοβόταν, παρακολουθούσε τη βροχή χρόνια ολόκληρα, πιστή σύντροφος. Σήμερα ξυπνούσε αναμνήσεις, όπως κάθε φορά τα τελευταία δύο χρόνια. Οδυνηρές αναμνήσεις. Το πρόσωπό του ήρθε στιγμιαία στο μυαλό της. Έκλεισε να μάτια σφικτά προσπαθώντας να πνίξει την οδύνη.
«I was there when you were wandering on the sky trying to forget. Where are you now that I am trying to forget? You are where love is, far way separated, good for me since you are the one I’m trying to forget…»
Τα άνοιξε και τα μάτια της φαίνονταν κόκκινα στο φως των αστραπών. Έπνιγε δάκρυα μαζί με τη βροχή, προσπαθούσε. Η πιστή της φίλη την άφηνε να ξεχειλίσει χωρίς να την κρίνει. Οι αναμνήσεις στοίχειωναν και πονούσαν, σαν Ερινύες. Πώς μπορούσε όμως να ξεχάσει; Δεν ήθελε να ξεχάσει. Γέλιο ηχούσε στο μυαλό της πηγαίνοντας τη πίσω σε ώρες ξενοιασιάς και γαλήνης. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της θυμίζοντας της στιγμές πόνου. Το πρόσωπό του επέστρεψε και έδεσε το κορμί της με το σκοτάδι. Δεν μπορούσε να λυθεί. Ένα όνειρο ήταν, τελείωσε τώρα…
You were about to depart after all those things you hadn't hesitated to say. I was speechless with a far off look in my eyes. You turned around and looked straight through my eyes. Your incurious look was the repressive blow. I screamed a thousand times that you must leave. Teardrops began to run in my cheeks and I turned my back on you, I did not bear seeing you. It was unattainable for you to resist, you approached me and tightened me in your warm embrace. You held me despite the fact I tried to escape. I struck you again and again, however you were still holding me. Finally I burst into tears. You were caressing my hair, telling me sweetly to calm down, kissing my tears away... I couldn’t bear it any longer.
-Please don’t go. Don’t abandon me here while I'm trying to catch my breath. Just kiss me one more time and I’ll chase your fears away. The moon has no qualms. The morning is far away. Love me afresh without thoughts blocking your feelings. Do as you feel and the dawn will break the spell. Just don’t leave me here vulnerable. I know I’m misled, nevertheless, fool me once again. Make me languish with love once more just for tonight. Just for tonight and when the dawn comes, I’ll let you go…
Λόγια πικρά κι αιχμηρά. Λέξεις που δεν ξέχασε ποτέ έπειτα το τελευταίο τους βράδυ, από το τελευταίο τους ξημέρωμα. Δεν μετάνιωνε επειδή δεν κατάφερε να τον κρατήσει. Μετάνιωνε γιατί εκείνη ήταν αυτή που τον έδιωξε. Μία νύχτα που οι νεράιδες τραγουδούσαν τα γλυκά νανουρίσματά τους και η σελήνη χαμογελούσε στον Αυγερινό. Τότε αγαπήθηκαν για πρώτη και τελευταία φορά, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Σαν να ήταν η τελευταία νύχτα πάνω στη γη τα άφησαν όλο πίσω. Σιωπή τριγύρω και τίποτε άλλο εκτός απ’ τις ανάσες τους δεν αντηχούσε. Χωρίς να εκφράσουν φόβους, χωρίς να εκθέσουν μυστικά. Ένα αντίο, μία συγγνώμη. Έπειτα ήρθε το πρωί και το όνειρο τελείωσε.
«Just for tonight we’ll keep on dancing and the city won't tell a soul. Just for tonight, the lights are shining and our secret stays untold…»
Φίλος. Είσαι σίγουρος; Είσαι σίγουρος ότι έχεις το δικαίωμα να τιτλοφορείσαι έτσι; Σκέψου μόνο την έννοια αυτού του όρου. Φίλος είναι ο άνθρωπος που θα είναι εκεί στις εύκολες αλλά και στις δύσκολες στιγμές της ζωής σου. Ήσουν; Τις νύχτες της ατελείωτης βροχής, όταν εγώ σφάδαζα από τον πόνο, εσύ κρυβόσουν στις απόψεις ξένων. Η φιλία δεν θα έπρεπε να είναι ντροπή. Εσύ βασίζεσαι στη γνώμη των άλλων και με εγκαταλείπεις. Φίλος είναι αυτός με τον οποίο μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, που σε αγαπάει με τις ιδιαιτερότητες και τα ελαττώματά σου. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Όταν κατακρίνεις την κάθε μου κίνηση μου ζητάς να αλλάξω. Δεν μπορώ να αλλάξω. Αν δεν μπορείς να με ανεχτείς απλά φύγε. Αν δεν το κάνεις με αναγκάζεις να φοράω μία μάσκα όταν στέκομαι δίπλα σου. Δεν μου αρέσουν τα ψέματα, δεν μου αρέσει η υποκρισία. Πώς να είμαι Φίλος σου αν χάνω τον εαυτό μου; Ο Φίλος είναι χαρούμενος όταν εσύ είσαι χαρούμενος και στενοχωρημένος αντίστοιχα για να σου δώσει κουράγιο. Φίλος στα δύσκολα, Φίλος και στα εύκολα. Όμως δεν μπορώ να είμαι μία ζωή μέσα στη θλίψη για χάρη σου. Δεν αντέχω άλλη μιζέρια. Φίλος είναι εκείνος που γεμίζει με χαρά την κάθε σου μέρα. Εσύ το μόνο που κάνεις είναι να φέρνεις πόνο. Ανοιχτές πληγές ακόμη αιμορραγούν από το φέρσιμό σου. Φίλος είναι αυτός που σε υποστηρίζει όταν άλλοι σε σχολιάζουν αρνητικά πίσω από την πλάτη σου. Παίρνοντας το μέρος τους, συμμετέχοντας στα σχόλιά τους γίνεσαι ένα με αυτoύς. Υποτίθεται ότι ένα σου χαμόγελο φωτίζει το μονοπάτι της ζωής που διαβαίνω. Ένα ψεύτικο χαμόγελο με οδηγεί σε σκοτεινούς διαδρόμους και η ζωή γίνεται λαβύρινθος. Φίλος είναι εκείνος που χαίρεται όταν πλησιάζεις. Μόλις έρθω κοντά το πρόσωπό σου γεμίζει αμηχανία και οπισθοχωρείς. Φίλος είναι αυτός που σε κοιτάει βαθιά στα μάτια και σου λέει την αλήθεια. Αμέτρητες οι φορές που κρύφτηκες πίσω από ανόητα ψέματα και λόγια ψεύτικα. Τι συμβαίνει; Το αρνείσαι; …Δειλιάζεις. Φοβάσαι να με αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπό. Γιατί φοβάσαι; Θα σου πω γιατί. Διότι βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι δεν είσαι τίποτε από αυτά. Απλά προσποιείσαι. Πώς περιμένεις λοιπόν να είσαι Φίλος μου; Πώς τολμάς να αποκαλείς τον εαυτό σου έτσι;... Τώρα τι; Παρακαλάς; Έχει νόημα; Δεν θα βγάλει πουθενά αυτή η κατάσταση. Είσαι αυτός που είσαι είμαι αυτός που είμαι. Γιατί γεμίζεις την ψυχή μου ακόμη με κούφιες υποσχέσεις; Σταμάτα. Με ξέρεις; Δεν νομίζω. Σε ξέρω; Μάλλον απίθανο. Άφησε με ήσυχη λοιπόν. Μείνε μακριά. Because in my life I desire friends; not frenemies.
Ένα καταπράσινο λιβάδι απλώνεται μπροστά μου. Ο γλυκός νοτιάς ανεμίζει ελαφρά τα μαλλιά μου. Κάνω κύκλους γύρω από τον εαυτό μου κοιτώντας χαρούμενα τα σύννεφα. Χορεύω, τραγουδώ, είμαι ελεύθερη… Όλα μοιάζουν τόσο γαλήνια, ο ουρανός, η γη, τα σύννεφα… Μου μυρίζει μέντα και λεβάντα. Λουλούδια στο χρώμα του δειλινού με προσκαλούν να ξαπλώσω πάνω τους. Όμως δεν μπορώ. Κάτι άλλο έχει μαγνητίσει το βλέμμα μου, πέρα μακριά σε ένα λόφο στη γραμμή του ορίζοντα… Διακρίνω μία φιγούρα, την αναγνωρίζω. Το σώμα μου είναι πλέον ανίκανο να επιχειρήσει οποιαδήποτε κίνηση. Οι μύες μου έχουν παγώσει. Η ματιά μου δεν ξεκολλάει ούτε χιλιοστό από εκείνο το μαγικό σημείο. Βλέπω εσένα και μου χαμογελάς, με χαιρετάς εύθυμα. Φωνάζεις δυνατά το όνομά μου. Χαμογελώ και η ευτυχία που ένιωθα πριν λίγα δευτερόλεπτα δε συγκρίνεται ούτε στο ελάχιστο με αυτή που νιώθω τώρα. Χαμογελάω, σχεδόν γελάω με ενθουσιασμό. Δεν το σκέφτομαι δεύτερη φορά, αρχίζω να τρέχω. Τρέχω, τρέχω, τρέχω με όλη μου τη δύναμη. Το άσπρο φόρεμά μου δεν με εμποδίζει καθόλου, δε με νοιάζει. Τα γυμνά πόδια μου αγγίζουν το υγρό χώμα του λιβαδιού, η μέντα και η λεβάντα διεισδύουν στα πνευμόνια μου. Η αίσθηση είναι μοναδική. Τρέχω σε ανηφόρες και κατηφόρες, δεν σταματώ. Σε βλέπω ακόμη με φωνάζεις. Σχεδόν έφτασα. Ανοίγεις τα χέρια σου διάπλατα για να με υποδεχτείς. Το χαμόγελό σου με κάνει να ανεβαίνω βουνά. Βλέπω την ευτυχία στα μάτια σου όταν σε πλησιάζω. Ξέρω ότι είσαι χαρούμενος που με βλέπεις, όσο είμαι κι εγώ. Ξέρω ότι με αγαπάς, όπως κι εγώ. Χαμογελάς, όπως κι εγώ. Γνωρίζοντας όλα αυτά, διακρίνοντας όλα αυτά, μπορώ να τα βάλω με τις πιο φουρτουνιασμένες θάλασσες. Ψιθυρίζεις άλλη μία φορά το όνομά μου, τόσο σιγά που ούτε οι νεράιδες στην άκρη της διαμαντένιας λίμνης δεν μπόρεσαν να σε ακούσουν. Όμως εγώ σε άκουσα. Χωρίς να σταματήσω χώνομαι στην αγκαλιάσου. Εσύ με μία κίνηση με σφίγγεις και με σηκώνεις ψηλά στον ουρανό. Νιώθω ότι μπορώ να πετάξω μαζί με τους γλάρους και τα χελιδόνια. Η αγάπη σου μου δίνει φτερά. Γελάμε και οι δύο καθώς με κάνεις σβούρες στον αέρα. Με κατεβάζεις στην αγκαλιά σου και με κρατάς λέγοντας μου πόσο χάρηκες που με είδες. Μου εναποθέτεις στο κούτελο ένα από τα πιο ζεστά φιλιά σου. Βεβαίως και περιμένεις αντάλλαγμα. Σκύβεις έτσι ώστε να σε φτάσω και να σου χαρίσω ένα μεγάλο φιλί στο δεξί σου μάγουλο, τόσο απαλό, τόσο όμορφο. Με πειράζεις και για άλλη μία φορά με σηκώνεις στον αέρα. Με αγγίζεις, με αγκαλιάζεις χωρίς φόβο. Δεν ξέρω πώς το καταφέρνεις και μου δίνεις φτερά. Φτερά με τα οποία πετάω πάνω από βουνά και θάλασσες, μέσα από ουράνια τόξα και παχιά σύννεφα. Το γέλιο σου είναι ήχος μαγικός για όλη την πλάση, ήχος μοναδικός για εμένα. Οι νεράιδες της λίμνης με ακούνε. Ακούνε τη χαρά μου και ζηλεύουν. Το νερό σείεται. Οι ομόκεντροι κύκλοι του γίνονται όλο και πιο μεγάλοι. Τρικυμία. Αρχίζεις και απομακρύνεσαι. Το γέλιο σου δεν ακούγεται πια. Ξεθωριάζεις σαν παλιά φωτογραφία.
«Μην με ξυπνάς!» Σε παρακαλώ άσε με να ονειρευτώ όπως εγώ θέλω. Η πραγματικότητα με ειρωνεύεται. Μην μου παίρνεις μακριά το όνειρο. Απομακρύνεσαι και βλέπω φόβο στα μάτια σου. Δεν με αγγίζεις πια, φοβάσαι. Δεν βλέπω πια τα κεχριμπαρένια μάτια σου. Χάθηκαν στη δύνη της λίμνης. Ένα άλλο φως με διαπερνά. Μην με ξυπνάς, μην με βγάζεις από το όνειρο. Άσε με να σε αγαπώ. Άσε με να φαντάζομαι ευτυχία. Δεν έχεις δικαίωμα να μου το στερήσεις αυτό. Το πρωινό έφτασε… Όχι ακόμη, όχι ακόμη, σε παρακαλώ…Άσε με να ονειρευτώ άλλο ένα δειλινό…Δάκρυα στο ξύπνημά μου. Το όνειρο τελείωσε. Έχασα τα φτερά μου. Δεν ανοίγω τα μάτια μου. Φοβάμαι. Φοβάμαι ότι το λιβάδι θα εξαφανιστεί για πάντα αν το κάνω. Σε παρακαλώ…Άσε με να ονειρευτώ…
Η αναζήτηση ζωής και αλήθειας Λάμπει στο σκοτάδι μες τα παραμύθια Είναι το όνειρο μιας νέας συνήθειας Μαζί μου στο φως συντροφιά θα κρατάς
Ελπίζω να δεις μια καινούρια ημέρα Δεν θα καταφέρεις να τρέξεις πιο πέρα , Σαν μελωδικά περπατάς στον αέρα Στη μνήμη μου πάντα χαρά θα ξυπνάς
Είν’ η βροχή, χρυσή σε μια καινούρια γη Είν’ η ζωή μικρή σαν προσπαθείς να δεις Είναι το όνειρο σε ‘μενα αληθινό Μα σαν προχωράς, μη σταματάς, ν'αναζητάς Μία ακτίδα, μία ελπίδα Θα ζήσεις ξανά
Η αναζήτηση μιας άγνωστης χώρας Μία ανάμνηση δική σου απ’το τώρα Θα τρέξεις, θα ψάξεις, μια μέρα θα κλάψεις Γιατί η βροχή θα σε ακολουθεί
Σκοτώνουν τα φώτα, στα όνειρα ανάβουν Μα δεν μετανιώνεις ελπίδα αν λάβουν Και αν προσπαθήσεις να δώσεις σοφία Η πόρτα θ'ανοίξει για την ουτοπία
Είν’ η βροχή, χρυσή σε μια καινούρια γη Είν’ η ζωή μικρή σαν προσπαθείς να δεις Είναι το όνειρο σε ‘μενα αληθινό Μα σαν προχωράς, μη σταματάς, ν'αναζητάς Μία ακτίδα, μία ελπίδα Θα ζήσεις ξανά
Η πίστη σου πίσω σε φέρνει Μια θύμηση σε επαναφέρει Αν πάψω ποτέ ν'αναπνέω Τότε θα φύγεις αλήθεια σου λέω
Είν’ η βροχή, χρυσή σε μια καινούρια γη Είν’ η ζωή μικρή σαν προσπαθείς να δεις Είναι το όνειρο σε ‘μενα αληθινό Μα σαν προχωράς, μη σταματάς, ν’αναζητάς Μία ακτίδα, μία ελπίδα Θα ζήσεις ξανά
(Ένα τραγούδι που έγραψα αφιερωμένο στο Νίκο όταν το αφιέρωσε στον Άρη)
17 Νοέμβρη 1973, ώρα 2 πρωινή.
Φωνές αγωνίας αντηχούσαν στους δρόμους. Ο ουρανός ήταν την ημέρα τόσο γαλανός και συνάμα τόσο μαύρος. Τώρα ήταν απλώς μαύρος με ελάχιστο φως από τους γύρω φανοστάτες. Ο γρήγορος ρυθμός των τύμπανων σε παρέσυρε. Σαν μία νύχτα χωρίς αστέρια, σαν τον τυφλό που περπατά στο δρόμο, σαν την καρδιά της μάνας που χάνει το παιδί της. Τόσο σκοτεινά φάνταζαν όλα αυτά. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο που προσπαθούσε είτε να βοηθήσει είτε να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Εκείνη με τους άλλους ήταν κλεισμένοι μέσα. Κανείς τους δε φοβήθηκε. Κανείς τους δε δίστασε να πολεμήσει, όχι με όπλα αλλά με την καρδιά και το πνεύμα. Δε θα παραδινόταν, κανείς τους δε θα το έκανε. Μέχρι το τέλος θα ήλπιζαν. Όλοι εκείνοι οι στρατιώτες που καραδοκούσαν να τους καταστρέψουν, να τους σκοτώσουν, υποταγμένοι στη χούντα, ήταν αδέρφια τους. Αναρωτιόταν γιατί ο κόσμος είναι τόσο τυφλός. Ήξερε τι θα συνέβαινε, όμως δεν θα έφευγε, δε θα το έβαζε στα πόδια. Άφησε τους συμφοιτητές της, τους συμπολίτες της και τα βίαια τανκς έξω από την πύλη και μπήκε μέσα στο κτήριο. Στην αίθουσα βρίσκονταν νέα παιδιά με όνειρα και αξίες που ήλπιζαν για ένα καλύτερο αύριο, που μάχονταν γι αυτό. Παραμέρισε τη μαύρη μπούκλα από το πρόσωπό της και κάθισε στο γραφείο. Κράτησε το μικρόφωνο στα χέρια της για στερνή φορά και ανακοίνωσε «Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Φαντάροι, είμαστε άοπλοι, είμαστε αδέλφια, μη μας χτυπήσετε, ελάτε μαζί μας», φώναξε με λύπη.
Ήταν μάταιο, κανείς δεν άκουγε. Κανείς δεν ήθελε να ακούσει. Η βουή των τανκ δεν άφηνε κανέναν να αφουγκραστεί την εξύμνηση της ελευθερίας, μόνο έκανε τον κόσμο να μαζεύεται στα σπίτια του φοβισμένο. Καμία κίνηση, καμία βοήθεια.
Δεν όφειλε να αφήσει τα δάκρυα να κυλήσουν. Ήθελε να δίνει κουράγιο στους υπόλοιπους, αλλά και στον εαυτό της. Η αδελφικότητα και ο κοινός στόχος τους έδενε όλους άρρηκτα.
Άφησε κάτω το μικρόφωνο και κοίταξε τους συντρόφους, τα αδέλφια, τους φίλους της. Της χαμογέλασαν ενθαρρυντικά, γέμιζαν κουράγιο και θάρρος ο ένας στον άλλο. Ήξερε όμως το φόβου τους, τον έβλεπε στην άκρη των κουρασμένων ματιών τους. Σηκώθηκε και χαμογέλασε δειλά στον καθέναν τους. Η Αγγελική την έπιασε από το χέρι σφιχτά.
-Μαρία μη βγεις έξω, της είπε κοιτάζοντας τη βαθιά στα μάτια μεταδίδοντας τον πόνο και την αγωνία της. Μείνε να κάνεις την επόμενη ανακοίνωση, την παρακάλεσε.
-Δε θα την κάνω εγώ. Μπορεί να την κάνει κάποιος από εσάς, της απάντησε χωρίς να αποτραβηχτεί.
Η έκφραση της Αγγελικής μαλάκωσε και άφησε το χέρι της χωρίς όμως να σταματήσει να την κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα αγωνίας.
-Πρέπει να βγω Αγγελική. Πρέπει να είμαι εκεί. Θα προσπαθήσω να τον βρω, αλλά ακόμα κι αν δεν τον βρω πρέπει να βγω, είπε αποφασιστικά και χωρίς να ξεστομίσει άλλη κουβέντα βγήκε από το δωμάτιο.
Βγήκε έξω στο χάος και την καταστροφή. Βγήκε να διαμαρτυρηθεί. Βγήκε να πολεμήσει, να πολεμήσει για την ελευθερία που είχε χαθεί. Βγήκε για να αντισταθεί στο απολυταρχικό καθεστώς που κυβερνούσε και υποδούλωνε τις ζωές, τις σκέψεις τους. Είχε δύναμη μέσα της, όλοι τους είχαν, όλοι μάχονταν. Ήθελε λίγη ακόμη. Να αντικρίσει εκείνα τα γαλάζια μάτια που την γέμιζαν θάρρος.
Στους δρόμους φωνές. Έξω από το Πολυτεχνείο τανκς και στρατιώτες παραταγμένοι, έτοιμοι για μάχη; μάχη, όπλα, αίμα, οδύνη, λάθος. Εκείνη έγινε ένα με τους συμφοιτητές της, ενώθηκε με το πλήθος. Προσπάθησε να διακρίνει τους συμφοιτητές της που βρίσκονταν στην πύλη. Τους ξεχώριζε, όλους τους ήξερε και όλους τους αγαπούσε. Εκείνον περισσότερο από όλους. Τον έψαχνε, τον βρήκε σκαρφαλωμένο στα κάγκελα να φωνάζει, συνθήματα και λόγια δυνατότερα από τα όπλα.
Στην πρώτη γραμμή το τανκ άρχισε να κινείται. Δε σταματούσε, δε σταματούσε, δε σταματούσε. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα ρίχνοντας τη κάτω. Προχώρησε σκοτώνοντας, καταπατώντας τους φοιτητές. Εκείνη φώναξε, φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής της, με όλο τον αέρα των πνευμόνων της. Δεν ακούστηκε. Δεν ακούστηκε η κραυγή της μέσα στις χιλιάδες φωνές αγωνίας, μέσα στα χιλιάδες συνθήματα. Όμως φώναξε, φώναξε.
-ΟΡΕΣΤΗ.
Δεν μπορούσε να κοιτάζει. Δεν μπορούσε να παρακολουθεί όλους εκείνους τους στρατιώτες μπροστά του να μην κάνουν τίποτα. Ήθελε να αηδιάσει αλλά σκέφτηκε πως δεν είχε νόημα. Εκείνοι είχαν υποταχτεί, εκείνος όχι. Διέκρινε στο βλέμμα τους τη θλίψη, τη θλίψη της επίγνωσης ότι όλο αυτό ήταν λάθος, ότι θα έπρεπε να βρίσκονται από την άλλη πλευρά της πύλης και να πολεμούν μαζί τους, με τα αδέλφια τους. Τους λυπόταν. Κρατιόταν γερά από τα κάγκελα για να μην πέσει. Δίπλα του, κολλητά ο ένας με τον άλλο, δεκάδες φοιτητές που πολεμούσαν για τα ίδια ιδανικά, για τις ίδιες αξίες, για την ελευθερία. Τα λόγια ήταν χειρότερα από μαχαίρια. Φώναζε συνθήματα με όλη τη δύναμη του. Μόνο αυτό έκανε και τίποτα άλλο. Μόνο ήλπιζε ότι τα τανκς θα οπισθοχωρούσαν. Όχι, ήξερε ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ήλπιζε ότι δεν θα ήταν μόνοι, ότι ο κόσμος θα επαναστατούσε κι εκείνος. Ήλπιζε. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, μαζί της η ελευθερία της σκέψης. Φώναζε «ΨΩΜΙ- ΠΑΙΔΕΙΑ- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ». Όλοι τους φώναζαν. Γνώριμα πρόσωπα γύρω του χωρίς μάσκες φώναζαν για την ελευθερία. Ένιωθε πίεση στο σώμα του, όλοι ήταν στοιβαγμένοι στην καγκελόπορτα. Ένιωθε τον αέρα να εγκαταλείπει τα πνευμόνια του. Δεν ένιωθε τη γη κάτω από τα πόδια του. Όμως δεν έφυγε. Έμεινε εκεί να φωνάζει. Έμεινε εκεί να αντιστέκεται στη χούντα, στον πόλεμο. Ακόμη κι αν χρειαζόταν να αφήσει την τελευταία του ανάσα εκεί, θα έμενε. Είχε δύναμη που αντλούσε από τους συμφοιτητές του, από την πίστη, από τα πιστεύω και την ιδεολογία του. Δεν θα τα παρατούσε. Θα ήθελε μόνο να την είχε αποχαιρετήσει πριν βγει έξω. Να δει το χαμόγελό της μία τελευταία φορά. Μέσα στις φωνές του είδε το τανκ να ξεκινά. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Αυτή ήταν η αντίδρασή του. Το ήξερε ότι θα συνέβαινε. Το τανκ δε σταμάτησε, έπεσε πάνω τους. Δεν πρόλαβε να σταματήσει να φωνάζει. Η τελευταία λέξη του «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Η τελευταία σκέψη του:
-Μαρία…
Αυτή είναι η μάχη για την ελευθερία. Αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα παιδιά πάλεψαν, για ένα καλύτερο αύριο, για ένα καλύτερο μέλλον. Πάλεψαν για να μην χρειάζεται να το κάνουμε εμείς σήμερα. Εμείς που θεωρούμε το ψωμί, την παιδεία και την ελευθερία δεδομένα. Εκείνοι δεν πολέμησαν, δεν αντιστάθηκαν για να τα απαξιώνουμε. Πολέμησαν για τα πιστεύω τους. Για να μπορούμε να έχουμε σήμερα ελεύθερη σκέψη. Τους ξεχάσαμε, δεν τους τιμούμε. Μία γιορτή, ένα ποίημα, ένα τραγούδι είναι φόρος τιμής. Όμως η αληθινή τιμή είναι να υποστηρίζουμε αυτά τα ιδανικά, να θυμόμαστε γιατί έγινε η επανάσταση, για πιο λόγο θα έπρεπε να πολεμούμε εμείς σήμερα και όχι να πετούμε την ελευθερία από το παράθυρο. Γινόμαστε μεταλλικά, άψυχα, κρύα ρομπότ, δεν νοιαζόμαστε για τα δικαιώματα που απλόχερα μας έχουν δοθεί, τα περιφρονούμε. ΞΥΠΝΑ. Ο κόσμος δεν θα είναι πάντα έτσι όπως τον ξέρεις. Αν δε νοιάζει εσένα τον ίδιο τότε δίνεις το δικαίωμα στον οποιονδήποτε να σε καταπατήσει. Δεν ωφελεί να πιστεύεις λόγια ψεύτικα και κούφιες υποσχέσεις. Αν δεν πολεμήσεις όλα είναι πια χαμένα. Αντιστάσου κι ας έχει αυτή η αντίσταση συνέπειες. Αν δεν το κάνεις γίνεσαι συνένοχος στη δημιουργία μίας λάθος κοινωνίας. Μη γυρίζεις την πλάτη στο παρόν σου. Εσύ ο ίδιος δημιουργείς το μέλλον σου. Μη ζεις σε μια κοινωνία που άλλοι σου επιβάλλουν. Φτιάξε το δικό σου κόσμο, τη δική σου ιστορία. Γι αυτό σε ρωτάω, σε κοιτάω και σε καλώ να θυμηθείς. Η ελευθερία κερδίζεται. Αν δεν πολεμήσεις, δεν θα κερδίσεις.
(Αυτό το κομμάτι το αφιερώνω στη Μαρία και στον Ορέστη; ακόμη κι ως ανάμνηση θα ζουν παντοτινά μες την καρδιά μου.)
Εξουθενωτικό είναι όλο αυτό. Η μέρα που έρχεται και φεύγει. Φεύγει χωρίς ένα σου χαμόγελο. Προσπάθησε το αν μπορείς. Βέβαια δεν αναφέρομαι σε εμένα. Είναι εύκολη αυτή η δοκιμασία, δεν σε νοιάζει, δεν σε ενδιαφέρει. Βρέθηκα εγκλωβισμένη ανάμεσα σε ατελείωτους τοίχους χωρίς να το συνειδητοποιήσω. Ακόμη και ο καιρός είναι εναντίον μου. Η υγρασία δεν μου χαλάει τα μαλλιά, μόνο τη διάθεση. Ο ήλιος με ευχαριστεί ένα αυγουστιάτικο πρωινό, τώρα με αφήνει απλώς αδιάφορη. Δεν μπορεί να με βοηθήσει μία τέτοια στιγμή, μία τέτοια μέρα. Σου φαίνεται περίεργο. Θεωρείς τη ζωή θείο δώρο; το ίδιο κι εγώ. Πιστεύεις στο μέλλον και όχι στο παρελθόν; το ίδιο κι εγώ. Αφήνεις πίσω τα ασήμαντα για να μην χάσεις τα σημαντικά; το ίδιο κι εγώ. Χαμογελάς; το ίδιο κι εγώ. Μοιάζουμε; Ίσως κάποτε, ίσως ακόμη… Δεν καταλαβαίνεις. Ο ήλιος δεν μπορεί να στεγνώσει τα δάκρυά μου, όμως η βροχή είναι πιστή σύμμαχος βοηθώντας με να τα κρύψω μες τις στάλες της. Η ζωή είναι χαρά είναι αγάπη και πρέπει να χαιρόμαστε έχοντας το προνόμιο της. Εγώ δεν έχω αγάπη, δεν νιώθω χαρά, πώς λοιπόν να τη χαρώ; Πιστεύω σε ένα ομορφότερο αύριο, όμως πώς να ξεχάσω, πώς να αποφύγω τη δυστυχία που με κατακλύζει από το χθες; Δεν θυμώνω με μικροπράγματα, δεν με αγγίζουν. Όμως πώς να το κάνω αυτό όταν εσύ δεν δίνεις σημασία στα μεγάλα, όταν αγνοείς τα σημαντικά; Χαμογελώ…χαμογελούσα…. Δεν είμαι συγκαταβατική και ζητάω συγγνώμη γι αυτό. Προσπαθώ να ξεφύγω από αυτόν τον λαβύρινθο από βλέμματα. Καλύτερα θα ήταν να σημειώνω το κενό σε αυτά. Αν το κάνω ίσως να βρω το μονοπάτι μου. Να δω το φως και να ξεφύγω. Στο τέλος όμως δεν υπάρχει θησαυρός, δεν υπάρχει ουράνιο τόξο. Είμαι μαζοχίστρια, όλοι είμαστε. Εθισμένοι και καταδικασμένοι σε πόνους που δεν θέλουμε να αποφύγουμε. Μπορούμε, δεν θέλουμε όμως… Θα αφήσω λοιπόν τον μίτο να τον ακολουθήσει κάποιος άλλος. Εγώ θα μείνω εδώ. Δεν θέλω και δεν μπορώ να φύγω. Το άδειο σου βλέμμα με παγιδεύει σε έναν κόσμο, σε μία εικόνα σκοτεινή αλλά ταυτόχρονα τόσο σαγηνευτική. Να στρίψω δεξιά ή αριστερά; Από τη μία ένα νεύμα και από την άλλη άγνοια. Τι να διαλέξω; Η παντοτινή φιλία δεν θα έπρεπε να έχει τόσες στροφές. Εδώ λοιπόν γιατί βρίσκω συνέχεια σταυροδρόμια; Δεν έχω πινακίδες να με καθοδηγούν, ούτε αγγέλους να με συντροφεύσουν στο κυνηγητό της ευτυχίας, εσύ είσαι πια μακριά…
Δεν ακούω θορύβους. Η βροχή δεν με ακολούθησε σήμερα στο μακρύ αυτό ταξίδι. Το γέλιο και το τραγούδι έχουν σβήσει. Σιγοτραγουδώ παρέα με τη μοναξιά καθώς πορεύομαι. Δεν θυμάμαι τα στιχάκια που τραγουδούσαμε μαζί, χρειάζεται προσπάθεια να ξεχάσεις. Άλλη μία ένδειξη εθισμού στον πόνο. Δεν ακούω τίποτα, άλλη μία στροφή μπροστά. Ο Μινώταυρος νομίζω δεν με ακολουθεί ούτε και θα με βρει ποτέ. Ίσως τελικά αν τον εύρισκα να απολάμβανα την παρέα του. Μπορεί κι αυτός να έχει εγκλωβιστεί εδώ μέσα χωρίς να το θέλει. Συγγνώμη, ξέχασα τον εθισμό στον πόνο. Έχω μπει τόσο βαθειά μέσα στο λαβύρινθο που ακόμα και το ελάχιστο φως χάνεται. Δεν με βλέπει καμία κάμερα. Με δική μου ευθύνη βρίσκομαι εδώ και προχωρώ. Δεν με βλέπεις. Εγώ όμως βλέπω εικόνες, χαρούμενες, νοσταλγικές, εκνευριστικές, που με θλίβουν, κυρίως αυτές με τη θλίψη…
Ένα άγγιγμα θα ήταν αρκετό. Δεν παρακαλώ για αγκαλιές ούτε φιλιά. Μία χειραψία, ένα χάδι, κάτι… Με φοβάσαι; Είναι μία πιθανότητα. Όμως, αν ναι, γιατί τώρα; Τόσα χρόνια, τόσοι μήνες ατελείωτης χαράς κι ευτυχίας… Είμαι υπερβολικά κοντά στα δάκρυα, δεν θα πιέσω άλλο την αντοχή μου. Ίσως διδάχτηκες κάτι κι εγώ δεν το κατάλαβα. Δεν ξέρω. Παλιά ήθελες μία θέση δίπλα μου, την απαιτούσες. Τώρα κρατάς απόσταση τουλάχιστον δύο μέτρων, αν βέβαια μου μιλήσεις. Με φώναξες;;; Α, η ιδέα μου ήταν. Το μυαλό μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Δεν με φωνάζεις πια, δεν με βλέπεις, δεν με αγγίζεις… Μόνο εμένα… Δεν είμαι εγωίστρια και το ξέρεις. Δεν είμαι ούτε ρατσίστρια, εσύ ακολουθείς τις απόψεις. Γιατί λοιπόν τόσες διακρίσεις; Μου αφαίρεσες σιωπηλά το δικαίωμα να σε πλησιάζω. Εκείνη λοιπόν γιατί σε αγκαλιάζει; Γιατί σε αγγίζει; Γιατί στέκεται δίπλα σου; Γιατί σου χαμογελάει; Ω, μα δεν είναι αυτό το τρομακτικό. Έχει δικαίωμα, κι εγώ έχω, και οι άλλοι έχουν. Τρομακτικό το ότι εσύ είσαι που τη σφίγγεις στην αγκαλιά σου, που την πλησιάζεις. Εσύ είσαι που την αγγίζεις, που της χαρίζεις τα ομορφότερα και λαμπερότερα χαμόγελά σου. Δεν με πειράζει…με πληγώνει. Άπειρες οι μάσκες που αλλάζω κάθε μέρα. Αρκούμαι στα λίγα, δεν ζητώ τα μύρια.
Άλλη μία στροφή δεσπόζει μπροστά μου. Ας πάω δεξιά. Με φώναξες;;; …Όχι, δεν ήσουν εσύ. Ήταν η ανάμνησή σου που περπατάει δίπλα μου. Μου φάνηκε ή μόλις χαμογέλασα; Χαμογελάω στην εικόνα σου που προσπαθεί να με υπερκεράσει. Θα μπορούσα πειραματικά να την αφήσω να προπορευτεί λίγο… Όχι, δεν θα το ρισκάρω. Είμαι σίγουρη ότι στην επόμενη στροφή θα χαθεί στις σκιές. Μάλλον αυτή είναι που με οδηγεί. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι αν είσαι εσύ. Αν είναι ο άγγελος που πάντα με συντρόφευε. Μου φαίνεται ή οι αναμνήσεις ακολουθούν το μίτο; Βέβαια, προσπαθούν να ξεφύγουν. Μπορούν να με αφήσουν αλλά εγώ θα συνεχίσω να πορεύομαι ώσπου να με εγκαταλείψει και η τελευταία. Τότε και μόνο τότε, θα ακολουθήσω το μίτο που οδηγεί στην έξοδο, στην ελευθερία. Όταν τα βλέμματα σταματήσουν και το κενό τα καταπιεί θα ανοίξω τα μάτια μου. Το παιχνίδι, η μάχη θα έχει τελειώσει. Σε προειδοποιώ δεν είμαι άτομο που τα παρατάει. Θα αργήσει να έρθει αυτή η στιγμή. Θα περιμένω τη μέρα που θα μπεις για να με βγάλεις από τον σκοτεινό λαβύρινθο. Θα περιμένω κοιτώντας σε μέσα από το γυαλί. Θα περιμένω… Είναι άραγε αγάπη ή εθισμός στον πόνο; Δεν με ενδιαφέρει να μάθω. Ποντάρω όλα μου τα δάκρυα στην αγάπη. Αν νικήσω να ξέρεις ότι δεν τα θέλω πίσω, αρκεί βέβαια εσύ να ποντάρεις χαμόγελα.
Ωχ! μα βρέθηκα σε αδιέξοδο. Πάλι πρέπει να γυρίσω πίσω, να πάρω άλλη στροφή. Γυρίζω το κεφάλι μου, πάλι χαμογελάω ανάμεσα στις σκιές. Η μοναξιά παραξενεύεται. Δεν καταλαβαίνει ότι και σε αυτήν υπάρχει συντροφιά, ανάμνηση… Α, εδώ έστριψα λάθος. Άρχισε να βρέχει, άρχισε το κρύο. Επιτέλους θα κρυφτώ κι εγώ μέσα στις σκιές όπου προσφέρεται ζέστη και θαλπωρή. Κρύβομαι από το κρύο και τις αστραπές, όμως τα βλέμματα δεν σταματούν. Άρχισε να βρέχει. Τα δάκρυά μου κατηφορίζουν συντονίζοντας το βήμα τους με το ρυθμό της βροχής. Εξουθενωτική μέρα. Άλλη μία στροφή…
For now, I'm just an unknown soul, lost in this small universe, who tries to be heard through all those empty voices around us. I'm simply just a dreamer...
Βρέχει. Πόσα κομμάτια μου άραγε ξεκινούν με μία στάλα; Η βροχή είναι κάτι καθησυχαστικό, απαλό. Προσδίδει ισσοροποία στη ζωή μου, πάντα το...
Bραβείο από το φίλο μου Σκρουντζάκο!
Sonnet 18
Shall I compare thee to a summer's day? Thou art more lovely and more temperate: Rough winds do shake the darling buds of May, And summer's lease hath all too short a date: Sometime too hot the eye of heaven shines, And often is his gold complexion dimm'd; And every fair from fair sometime declines, By chance or nature's changing course untrimm'd; But thy eternal summer shall not fade Nor lose possession of that fair thou owest; Nor shall Death brag thou wander'st in his shade, When in eternal lines to time thou growest: So long as men can breathe or eyes can see, So long lives this and this gives life to thee. by William Shakespeare
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους· να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου. Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει· και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Sonnet 43
When most I wink, then do mine eyes best see, For all the day they view things unrespected; But when I sleep, in dreams they look on thee, And darkly bright, are bright in dark directed. Then thou, whose shadow shadows doth make bright, How would thy shadow's form form happy show To the clear day with thy much clearer light, When to unseeing eyes thy shade shines so! How would, I say, mine eyes be blessed made By looking on thee in the living day, When in dead night thy fair imperfect shade Through heavy sleep on sightless eyes doth stay! All days are nights to see till I see thee, And nights bright days when dreams do show thee me.
–William Shakespeare
And because Love battles
And because love battles not only in its burning agricultures but also in the mouth of men and women, I will finish off by taking the path away to those who between my chest and your fragrance want to interpose their obscure plant.
About me, nothing worse they will tell you, my love, than what I told you.
I lived in the prairies before I got to know you and I did not wait love but I was laying in wait for and I jumped on the rose.
What more can they tell you? I am neither good nor bad but a man, and they will then associate the danger of my life, which you know and which with your passion you shared.
And good, this danger is danger of love, of complete love for all life, for all lives, and if this love brings us the death and the prisons, I am sure that your big eyes, as when I kiss them, will then close with pride, into double pride, love, with your pride and my pride.
But to my ears they will come before to wear down the tour of the sweet and hard love which binds us, and they will say: “The one you love, is not a woman for you, Why do you love her? I think you could find one more beautiful, more serious, more deep, more other, you understand me, look how she’s light, and what a head she has, and look at how she dresses, and etcetera and etcetera”.
And I in these lines say: Like this I want you, love, love, Like this I love you, as you dress and how your hair lifts up and how your mouth smiles, light as the water of the spring upon the pure stones, Like this I love you, beloved.
To bread I do not ask to teach me but only not to lack during every day of life. I don’t know anything about light, from where it comes nor where it goes, I only want the light to light up, I do not ask to the night explanations, I wait for it and it envelops me, And so you, bread and light And shadow are.
You came to my life with what you were bringing, made of light and bread and shadow I expected you, and Like this I need you, Like this I love you, and to those who want to hear tomorrow that which I will not tell them, let them read it here, and let them back off today because it is early for these arguments.
Tomorrow we will only give them a leaf of the tree of our love, a leaf which will fall on the earth like if it had been made by our lips like a kiss which falls from our invincible heights to show the fire and the tenderness of a true love.
Pablo Neruda
Sonnet 116
Let me not to the marriage of true minds Admit impediments. Love is not love Which alters when it alteration finds, Or bends with the remover to remove: O no! it is an ever-fixed mark That looks on tempests and is never shaken; It is the star to every wandering bark, Whose worth's unknown, although his height be taken. Love's not Time's fool, though rosy lips and cheeks Within his bending sickle's compass come: Love alters not with his brief hours and weeks, But bears it out even to the edge of doom. If this be error and upon me proved, I never writ, nor no man ever loved.
by William Shakespeare
Defying Gravity
Something has changed within me Something is not the same I'm through with playing by the rules Of someone else's game Too late for second-guessing Too late to go back to sleep It's time to trust my instincts Close my eyes: and leap!
It's time to try Defying gravity I think I'll try Defying gravity And you can't pull me down!
I'm through accepting limits ''cause someone says they're so Some things I cannot change But till I try, I'll never know! Too long I've been afraid of Losing love I guess I've lost Well, if that's love It comes at much too high a cost! I'd sooner buy Defying gravity Kiss me goodbye I'm defying gravity And you can't pull me down